Με τον ύμνο της παγκόσμιας εργατιάς, την Διεθνή, έγινε την Παρασκευή η έναρξη της 21ης Διεθνούς Συνάντησης των Κομμουνιστικών και εργατικών Κομμάτων, που φέτος διοργανώθηκε από κοινού από το ΚΚ Τουρκίας και το ΚΚΕ με θέμα: «100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Η πάλη για την ειρήνη και το σοσιαλισμό συνεχίζεται».
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε σε συνεδριακό χώρο στα περίχωρα της Σμύρνης με την συμμετοχή εκπροσώπων 75 Κομμάτων από 61 χώρες (διαβάστε εδώ αναλυτικά). Ακόμα, 10 κόμματα που δεν μπόρεσαν να παραβρεθούν έστειλαν μηνύματα, ενώ στο οργανωτικό μέρος συνέβαλαν σύντροφοι και από τα δύο αδελφά κόμματα για την άψογη διεξαγωγή των εργασιών της συνάντησης.
Τις εισηγητικές ομιλίες έκαναν ο Κεμάλ Οκουγιάν, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Τουρκίας (διαβάστε εδώ εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του) και ο Δημήτρης Κουτσούμπας, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (διαβάστε παρακάτω την ομιλία του). Η ομιλία του Δ. Κουτσούμπα μεταφράστηκε στα αγγλικά, τα αραβικά, τα ισπανικά, τα ρωσικά και τα τουρκικά και μοιράστηκε στους αντιπροσώπους.
Οι εργασίες συνεχίστηκαν με παρεμβάσεις των εκπροσώπων των κομμάτων από όλο τον κόσμο, που μετέφεραν τις εμπειρίες από την πάλη τους για τα δικαιώματα των εργαζομένων ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, στην πάλη για τον σοσιαλισμό, τις επιτυχίες και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
Οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων των κομμάτων διήρκεσαν ως την Κυριακή το πρωί. Στην συνέχεια έγινε συζήτηση για το κάλεσμα της συνάντησης, τις κοινές δράσεις που μπορούν να αναπτυχθούν από τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, καθώς και τα ψηφίσματα αλληλεγγύης που είχαν κατατεθεί.
Η ομιλία του Δημήτρη Κουτσούμπα
«Αγαπητές συντρόφισσες και σύντροφοι,
Εκπρόσωποι των Κομουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων στην 21η Διεθνή Συνάντηση,
Σας καλωσορίζουμε θερμά στη φετινή συνάντησή μας που συνδιοργανώνεται με βάση την απόφαση της Ομάδας Εργασίας από κοινού, από το ΚΚ Τουρκίας και το ΚΚ Ελλάδας, εδώ στα μικρασιατικά παράλια, στις ακτές του Αιγαίου που πρέπει να είναι θάλασσα ειρήνης και συνεργασίας και όχι επιθετικότητας και προκλητικότητας, αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στα πλαίσια των ανταγωνισμών των αστικών τάξεων της περιοχής.
Η εργατική τάξη, οι λαοί μας, πολύ περισσότερο οι γειτονικοί λαοί, ο ελληνικός, ο τούρκικος λαός δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους. Κοινή είναι η αγωνία και η θέληση όλων μας για την ειρήνη, τη φιλία, την πρόοδο, τον σοσιαλισμό.
Το ΚΚΕ αντιτάσσεται στη συμφωνία διατήρησης και επέκτασης των αμερικανοΝΑΤΟικών βάσεων στην Ελλάδα. Παλεύουμε ενάντια στην εμπλοκή στα ιμπεριαλιστικά σχέδια σε βάρος άλλων λαών. Αγωνιζόμαστε για την αποδέσμευση της χώρας από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις του ΝΑΤΟ και της ΕΕ.
Αποκαλύπτουμε στο λαό πως η πάλη για την ειρήνη έχει συγκεκριμένο αντιϊμπεριαλιστικό – αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και δεν έχει σχέση με τις διάφορες πασιφιστικές και αποπροσανατολιστικές προτάσεις αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων, περί δήθεν “αναμόρφωσης” του ΟΗΕ, άλλων καπιταλιστικών περιφερειακών ενώσεων και συστημάτων. Οι εξελίξεις θέτουν συνεχώς όλο και πιο επιτακτικά σήμερα την σχέση καπιταλισμός – κρίση – πόλεμος.
Το ΚΚΕ καταδικάζει τη νέα εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στη Συρία. Εκφράζει την αλληλεγγύη του με το λαό της Συρίας που βιώνει τις σκληρές συνέπειες του πολύχρονου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Φέτος η συνάντησή μας γίνεται σε μια κρίσιμη περίοδο όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, συνέχισης των τοπικών και περιφερειακών ιμπεριαλιστικών πολέμων και συγκρούσεων, έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων, με ένταση της ανησυχίας για νέο κίνδυνο διεθνούς, πιθανόν πιο βαθιάς και συγχρονισμένης κρίσης τα επόμενα χρόνια, όξυνσης των προβλημάτων του περιβάλλοντος και της κλιματικής αλλαγής, της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, του περιορισμού των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών, έξαρσης του αντικομουνισμού, του ρατσισμού, του εθνικισμού κ.λπ.
Αλλά επίσης είναι και μια χρονιά με έντονο συμβολισμό για την διεθνιστική μας πάλη και αλληλεγγύη αφού φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Η ΚΕ του ΚΚΕ τιμά την επέτειο συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) (2 – 6 Μάρτη 1919). Αναγνωρίζει τη συμβολή της στο διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη άντλησης διδαγμάτων από την πείρα που συσσώρευσε η δράση της.
Η ΚΔ, τέκνο της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία (1917), έκφρασε την ανάγκη συντονισμού και ενότητας του διεθνούς επαναστατικού εργατικού κινήματος, στις τότε συνθήκες της επαναστατικής ανόδου.
Σημαντική ήταν η προσφορά της ΚΔ στη διαμόρφωση και την ενδυνάμωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, η διεθνιστική ανιδιοτελής αλληλεγγύη της στους αγωνιζόμενους και καταπιεζόμενους λαούς, όπως αυτή που προσέφερε με τη συγκρότηση των “Διεθνών Ταξιαρχιών” στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας (1936 – 1938).
Πλευρές της δράσης της ΚΔ ήταν και η πολύπλευρη βοήθειά της προς τους διωκόμενους αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, η εκδοτική – μορφωτική της δραστηριότητα, η οργάνωση σχολών κατάρτισης στελεχών με την κοσμοθεωρία του μαρξισμού – λενινισμού, η λειτουργία δικτύων πολιτικής πληροφόρησης και δημοσιογραφικής ενημέρωσης, ο προσανατολισμός των ΚΚ στην εξειδικευμένη δουλειά με τις γυναίκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Τα προβλήματα και οι αντιφάσεις στη στρατηγική της ΚΔ, που επέδρασαν αρνητικά σε όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα-μέλη της, δεν αναιρούν την προσφορά της στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Η κληρονομιά της ΚΔ, η μελέτη της πείρας της, είναι πολύτιμη σήμερα για την ανασύνταξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για τη διαμόρφωση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Πριν από την ίδρυση της ΚΔ, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ, μετέπειτα ΚΚΕ), διακήρυξε στο Ιδρυτικό του Συνέδριο (17 – 23 Νοέμβρη 1918) ότι “κηρύσσει εαυτό τμήμα της Διεθνούς ηνωμένον και συνδεδεμένον μετά των κομμάτων όλων των χωρών, τα οποία αγωνίζονται διά την ανατροπήν της Διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβον του Διεθνούς Σοσιαλισμού”.
Το Α’ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ (31 Μάη – 5 Ιούνη 1919) αποκήρυξε την οπορτουνιστική γραμμή της Β’ Διεθνούς και έδωσε εντολή στην ΚΕ να ξεκινήσει η προετοιμασία για την προσχώρηση του Κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Το ΣΕΚΕ, με εκπρόσωπο τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο, συμμετείχε τον Γενάρη του 1920 στην ίδρυση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ).
Το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (18 – 25 Απρίλη 1920) αποφάσισε την προσχώρηση του Κόμματος στην ΚΔ, αποδεχόμενο τις αρχές και τα ψηφίσματά της. Αποφάσισε ακόμα την προσθήκη στο όνομα του Κόμματος του όρου «Κομμουνιστικό», γεγονός που αντανακλούσε τις νέες επεξεργασίες στρατηγικής και συνδεόταν με την πρόθεση σύνδεσης με την ΚΔ.
Ακολούθησε περίοδος εσωκομματικής διαπάλης με τις δυνάμεις που εξέφραζαν τη δεξιά παρέκκλιση μέσα στο Κόμμα και αμφισβητούσαν την επαναστατική στρατηγική της ΚΔ, στο όνομα των “εθνικών ιδιομορφιών”.
Τελικά, το 3ο Έκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ) (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1924) αποφάσισε τη ρητή αποδοχή των Αποφάσεων της ΚΔ και της ΒΚΟ και τη μετονομασία του Κόμματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Το ΚΚΕ δέχτηκε μεγάλη βοήθεια από την ΚΔ. Ταυτόχρονα, η ιδεολογικοπολιτική ωρίμανσή του συνδεόταν αναπόφευκτα με την πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αφού η ΚΔ λειτουργούσε ως παγκόσμιο κόμμα.
Οι συνεχείς αλλαγές – διαφοροποιήσεις στη γραμμή της ΚΔ (π.χ. για το περιεχόμενο της εργατοαγροτικής κυβέρνησης), η προβληματικότητα βασικών θέσεων και επεξεργασιών της (π.χ. η στρατηγική της “αριστερής δημοκρατίας” και η κατηγοριοποίηση των χωρών στο 6ο Συνέδριο), επέδρασαν αρνητικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής του.
Η όποια κριτική στην ΚΔ είναι μέρος της αυτοκριτικής του ΚΚΕ, δεν μηδενίζει την ιστορία και τη συνεισφορά της, δεν αναιρεί και την ευθύνη κάθε κόμματος – τμήματός της απέναντι στο εργατικό – λαϊκό κίνημα της χώρας του και διεθνώς.
Σύντροφοι και συντρόφισσες,
Τα ντοκουμέντα των τελευταίων Συνεδρίων του ΚΚΕ (18ο – 19ο – 20ο) δίνουν ιδιαίτερη σημασία στις εξελίξεις στο Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα, στην ανάγκη της δυναμικής ανάπτυξης της διεθνιστικής εργατικής αλληλεγγύης και δράσης.
Το Κόμμα μας έχει αναπτύξει μια σοβαρή δραστηριότητα στο διεθνές κίνημα. Έτσι κι αλλιώς αυτό εκφράζει μια αναγκαιότητα σημαντική στη σημερινή εποχή, μετά τις αντεπαναστατικές ανατροπές του 1991, αλλά και σήμερα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού, που επιβάλλει ακόμα μεγαλύτερο συντονισμό και οργάνωση της κοινής δράσης, προκειμένου το ΔΚΚ να κάνει πιο γρήγορα βήματα στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενιαίας στρατηγικής απέναντι στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, για την ειρήνη των λαών, το σοσιαλισμό.
Το εργατικό κίνημα από τα γεννοφάσκια του, με την ίδια την εμφάνιση και διάδοση της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας και την ίδρυση των πρώτων πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης, ασπάστηκε το διεθνισμό. Δεν επρόκειτο απλά για ένα συναίσθημα αλληλεγγύης των εργαζομένων, αλλά για τη συνειδητοποίηση ότι η εργατική τάξη όλων των χωρών έχει κοινό συμφέρον να ανατρέψει την αστική εξουσία.
Βέβαια “η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη είναι πρώτ’ απ’ όλα εθνική, αν όχι στο περιεχόμενό της σίγουρα όμως στη μορφή της. Είναι ολοφάνερο πως το προλεταριάτο κάθε χώρας πρέπει να ξεμπερδεύει πρώτα με τη δική του αστική τάξη”.
Η λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού, η θεώρηση για την ανισόμετρη ανάπτυξη και τον αδύνατο “κρίκο” σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών και τα καθήκοντα που προκύπτουν για κάθε ΚΚ από αυτή τη θεώρηση, η ίδια η ιστορική εμπειρία όλου του προηγούμενου αιώνα, οδηγούν αβίαστα στο συμπέρασμα πως το εθνικό πεδίο της πάλης παραμένει το κυρίαρχο, χωρίς αυτό όμως, τελικά να ερμηνεύεται ως παραίτηση από την ανάγκη του συντονισμού και της επεξεργασίας κοινής στρατηγικής και δράσης των κομμουνιστών σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Μια ανάγκη που αποκτάει σήμερα ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αφού η καπιταλιστική διεθνοποίηση έχει πάρει ανώτερες μορφές, όχι μόνο στο πεδίο της οικονομίας αλλά και της πολιτικής και με τη συγκρότηση διεθνών και περιφερειακών διακρατικών ενώσεων, του ΝΑΤΟ, της ΕΕ, του ΔΝΤ κ.ά.
Το Κόμμα μας ήταν από την ίδρυσή του προσηλωμένο στις αρχές του Προλεταριακού Διεθνισμού. Επί 100 χρόνια αγωνίστηκε με συνέπεια και δεν υποχώρησε από αυτές τις αρχές του. Ως τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) βοηθήθηκε σημαντικά στη συγκρότησή του ως Κόμμα Νέου Τύπου. Παράλληλα υπέστη και τις αρνητικές συνέπειες των προβλημάτων θεωρητικής ανωριμότητας ή και οπορτουνισμού που εκδηλώθηκαν στο ΔΚΚ, αλλά ποτέ δεν απαρνήθηκε την ανάγκη ύπαρξης ενιαίας στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στον ιμπεριαλισμό, για το σοσιαλισμό.
Δεν “θεωρητικοποίησε” σε λάθος κατεύθυνση την όποια αρνητική εμπειρία. Ποτέ δεν πέσαμε στο λάθος να δικαιολογούμε τα δικά μας λάθη ή αστοχίες, ρίχνοντας τις ευθύνες κάπου αλλού, έξω από εμάς, ακόμα και αν διεθνείς επιλογές και αποφάσεις επηρέασαν και εμάς αρνητικά.
Οι μελέτες που έχει κάνει το Κόμμα μας, η συνέχιση αυτής της μελέτης παραπέρα και με τη συμβολή άλλων αδελφών Κομμάτων και μαρξιστών επιστημόνων, είναι κυρίως χρήσιμη και απαραίτητη για να δώσουμε απαντήσεις που αφορούν το σήμερα και το αύριο του κινήματος, να βγει μια συλλογικά επεξεργασμένη πείρα που θα θωρακίσει το κίνημά μας από λαθεμένες επιλογές, από την ισχυρή επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας μέσα στο κίνημα, από τη νόθευση της επαναστατικής στρατηγικής από τον αναθεωρητισμό και οπορτουνισμό.
Ιδιαίτερα, ορισμένα ζητήματα που έχουν σχέση με πλευρές της στρατηγικής του ΔΚΚ τις προηγούμενες δεκαετίες δίνουν πολύτιμα διδάγματα για το σήμερα, και πρέπει να συζητηθούν μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα, γιατί από πολλές πλευρές έρχονται και επανέρχονται απόψεις και ιδεολογήματα λαθεμένα και πολλές φορές δοκιμασμένα και αποτυχημένα στην πράξη, που οδήγησαν σε ήττα και υποχώρηση το επαναστατικό κίνημα, φτάνοντας νομοτελειακά μέχρι την ακραία αντεπαναστατική τους έκφραση.
Θα ήθελα να το προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα κάπως πιο συγκεκριμένα, κωδικοποιημένα, όχι ιεραρχημένα όμως, φυσικά.
Ένα πρώτο ζήτημα που υπάρχει και ως θεμελιακό συμπέρασμα στις επεξεργασίες του ΚΚΕ και το οποίο αξίζει παραπέρα να φωτιστεί, είναι η αδυναμία του ΔΚΚ να διαμορφώσει ενιαία επαναστατική στρατηγική, ιδιαίτερα κατά την εξέλιξη και αμέσως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και τις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Κομμουνιστικά Κόμματα, ιδιαίτερα αυτά των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών, ενώ διακήρυσσαν την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, στη διαμόρφωση της πολιτικής τους έθεταν στόχους που -ανεξάρτητα από προθέσεις- δεν εξυπηρετούσαν μια στρατηγική συγκέντρωσης και οργάνωσης δυνάμεων με στόχο την προετοιμασία για σύγκρουση και πλήρη ρήξη με την αστική εξουσία. Έτσι, η τρέχουσα πολιτική δεν λειτουργούσε ως συστατικό της στρατηγικής για το σοσιαλισμό.
Στην πορεία εδραιώνονταν και απλώνονταν περισσότερο μια σειρά οπορτουνιστικές αντιλήψεις. Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, που σήμανε δεξιά στροφή στο διεθνές κίνημα, επιδείνωσε τα προβλήματα του ΔΚΚ. Είναι γεγονός ότι εκφράστηκε αδυναμία επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού συνολικά η ΚΔ και τα περισσότερα Κομμουνιστικά Κόμματα στην καπιταλιστική Δύση δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν στρατηγική μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου ή του απελευθερωτικού αγώνα ενάντια στην ξένη κατοχή και το φασισμό, σε πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των κοινωνικοταξικών αντιθέσεων στο εσωτερικό της χώρας που δρούσαν. Την ίδια στιγμή η άρχουσα τάξη έδειξε ικανότητα έγκαιρα να διαμορφώνει συμμαχίες υπεράσπισης της εξουσίας της, αλλά και να αναδιατάσσει τις διεθνείς και εσωτερικές συμμαχίες της.
Ένα δεύτερο ζήτημα είναι το γεγονός ότι αρκετά Κόμματα έθεταν -και θέτουν- στη στρατηγική τους ως πολιτικό στόχο τη διαμόρφωση κάποιων “δημοκρατικών κυβερνήσεων”, με τη μορφή μιας κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης ή με τη μορφή ενός ενδιάμεσου σταδίου στην επαναστατική διαδικασία. Επιμένουμε ότι είναι άξιο επισήμανσης και προβληματισμού για το πώς έθετε και το δικό μας Κόμμα και σχεδόν όλα τα ΚΚ, παραδείγματος χάριν, στα προγράμματά τους το ζήτημα της εξάρτησης της χώρας τους και πώς συνδέαμε αυτό με τη θέση για τη δημιουργία συμμαχιών και προτάσεων “δημοκρατικής διακυβέρνησης”.
Συναντάμε πολύ συχνά ακόμα και σήμερα, σε προγράμματα Κομμάτων ισχυρών καπιταλιστικών κρατών, τη θέση ότι οι χώρες μας ήταν και είναι “εθνικά υποτελείς”, ότι δεν είχε επιλυθεί το ζήτημα της “εθνικής ανεξαρτησίας” και ως εκ τούτου ότι υπήρχε η δυνατότητα συνεργασίας, ακόμα και σε επίπεδο κυβερνητικής εξουσίας, με την αστική τάξη ή τμήματά της, τα οποία δήθεν είχαν συμφέρον να παλέψουν για την εθνική ανεξαρτησία της χώρας τους. Είναι μια τέτοια στρατηγική συνεπής προς τη μαρξιστική – λενινιστική προσέγγιση;
Η πρακτική ιστορική πείρα και οι θεωρητικές επεξεργασίες και μελέτες περισσότερο μας αποδεικνύουν, ότι οι πολύπλευρες κάθε είδους (οικονομικές – πολιτικές – πολιτιστικές κ.λπ.) εξαρτήσεις, υπάρχουν έτσι κι αλλιώς μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ανάμεσα στις διάφορες καπιταλιστικές χώρες και διαμορφώνονται ακριβώς εξαιτίας της ανισόμετρης ανάπτυξης και φυσικά είναι εξαρτήσεις που δεν μπορούν να λυθούν στα πλαίσια του καπιταλισμού, παρά μόνο με τη σοσιαλιστική επανάσταση, με το πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Υπάρχει βέβαια και το ειδικό ζήτημα της εξάρτησης που έχει να κάνει με στρατιωτικοπολιτική κατοχή μιας χώρας από άλλη χώρα, η οποία μπορεί να λυθεί και μέσα στον καπιταλισμό, δηλαδή να πετύχεις να διώξεις π.χ. τον κατακτητή από τη χώρα σου, όμως το σύστημα να παραμείνει αστική δημοκρατία, καπιταλισμός. Αυτό όμως το πρόβλημα μπορεί να λυθεί και διαφορετικά, προς τα μπρος, με την εγκαθίδρυση εργατικής εξουσίας, με ανατροπή δηλαδή του καπιταλισμού και οικοδόμηση της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας, καθήκον που εναπόκειται στο επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα να το θέσει.
Τρίτη σημαντική επισήμανση κατά την άποψή μας, είναι ότι η ιστορική εμπειρία έδειξε, πόσο ουτοπική ήταν και είναι η αντίληψη που έβλεπε το πέρασμα στο σοσιαλισμό μέσα από τη λεγόμενη σταδιακή “διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας”. Τα υψηλά εκλογικά ποσοστά ΚΚ, στο παρελθόν και μάλιστα σε συνθήκες ευνοϊκότερου συσχετισμού δυνάμεων, δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του σταδιακού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό, όπως αρκετοί έσπευσαν να προπαγανδίσουν.
Αντίθετα, οι μεγάλες αυταπάτες και οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις τροφοδότησαν και οδήγησαν σε διαλυτική κατάσταση, ενώ ακόμα δεν έχουν ξεπεραστεί και εξακολουθούν να ταλανίζουν το κομμουνιστικό κίνημα. Έτσι, δεν διαμορφώθηκαν προϋποθέσεις για την ταξική χειραφέτηση των εργατικών λαϊκών κινημάτων, διαδικασία που ωριμάζει και διευρύνει την επαναστατική πρωτοβουλία, τους δεσμούς με τις λαϊκές μάζες μέχρι την εμφάνιση νέων συνθηκών όταν οι εκτεταμένες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις εξ αντικειμένου θα τροφοδοτούσαν τη μαζική λαϊκή επαναστατική δράση.
Στη Δυτική Ευρώπη, κυρίως κάτω από τη μεγάλη επίδραση του ευρωκομμουνισμού στις δεκαετίες 1960 – ’70 – ’80, η τακτική διαμόρφωσης κυβερνήσεων συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή με αστικά κόμματα και η συμμετοχή ΚΚ σε κυβερνήσεις ουσιαστικά διαχείρισης της καπιταλιστικής εξέλιξης, ενταγμένης στη λογική των σταδίων, με πρώτο την επίλυση αστικοδημοκρατικών – αντιμονοπωλιακών αιτημάτων και του θέματος της εξάρτησης, οδήγησε σε όλες σχεδόν τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης μόνο σε ισχυροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου, σε στήριξη νέων μηχανισμών καταστολής και χειραγώγησης.
Η σχεδόν πλήρης ενσωμάτωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε αυτές τις χώρες δεν είναι άμοιρη αυτών των προβλημάτων στρατηγικής. Ανησυχούμε ιδιαίτερα, γιατί παρά τα πασιφανή αυτά συμπεράσματα και διδάγματα, δεν αφομοιώνονται ως στρατηγικά συμπεράσματα, επαναλαμβάνονται ίδιες αποτυχημένες στρατηγικές επιλογές, οι οποίες συνήθως βαφτίζονται τακτική, όπως οι χριστιανοί καλόγεροι βαφτίζουν το κρέας – ψάρι, προκειμένου να αμαρτήσουν παίρνοντας συγχώρεση.
Τέταρτο ζήτημα με χρήσιμα συμπεράσματα, ιδιαίτερα και για το σήμερα, αποτελεί η στάση του ΔΚΚ απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, ως το οργανωμένο ιδεολογικοπολιτικό δεξιό ρεύμα που προέκυψε από το ιστορικό σχίσμα του επαναστατικού εργατικού κινήματος στις αρχές του 20ού αιώνα. Η αναβίωση του αναθεωρητισμού και του οπορτουνισμού στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος έγινε με υποχώρηση προς τις μεταρρυθμιστικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας και σε αρκετές περιπτώσεις στην καπιταλιστική Δύση οδήγησε σε ένα διαχειριστικό πρόγραμμα συνεργασίας με τις δυνάμεις της αστικής δημοκρατίας, ενώ πολλά Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα επί της ουσίας μεταλλάχθηκαν ή μεταλλάσσονται σε σοσιαλδημοκρατικά.
Είναι φανερό, ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα αγνοήθηκε πλήρως η πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Τότε η πολιτική της συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας με την αστική τάξη αντιμετωπίστηκε από τους μπολσεβίκους ως προδοσία σε βάρος της εργατικής τάξης. Τότε τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήρθαν σε απόλυτη ρήξη με το σύνθημα της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε πάλη για την εργατική εξουσία σε κάθε χώρα. Ο Λένιν άνοιξε μέτωπο με τη σοσιαλδημοκρατία σε διεθνές επίπεδο.
Το μέτωπο αυτό εκφράστηκε πρώτα απ’ όλα στη Ρωσία, με αποτέλεσμα να μην εγκλωβιστούν οι επαναστατικές δυνάμεις στους στόχους και ελιγμούς των εγχώριων αστικών δυνάμεων, στις μικροαστικές και οπορτουνιστικές πιέσεις. Αργότερα κυριάρχησε η άποψη ότι τα ΚΚ δε θα μπορούσαν να απεγκλωβίσουν τις εργατικές δυνάμεις που ακολουθούσαν τη σοσιαλδημοκρατία, ότι θα απομονώνονταν από αυτές αν δεν ακολουθούσαν πολιτική συμμαχίας με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, έγινε “δόγμα” ο διαχωρισμός της σοσιαλδημοκρατίας σε “δεξιά” και “αριστερή”, προκειμένου δήθεν να προσεταιριστεί την “αριστερή” πτέρυγα το κομμουνιστικό κίνημα. Κάτι το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε πουθενά. Αφού, το μεγάλο μέρος της λαϊκής βάσης των άλλων κομμάτων, δεκαετίες τώρα, όπως έδειξε και η πράξη, κερδίζεται μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης, με ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο απέναντι σε όλες τις παραλλαγές της αστικής πολιτικής και σε στιγμές κορύφωσης των κοινωνικοπολιτικών συγκρούσεων.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Μετά τη διάλυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και παρά τα προβλήματα στρατηγικής που συσσωρεύτηκαν στα κομμουνιστικά κόμματα, δεν έγινε δυνατό να επιτευχθεί η δημιουργία μιας νέας διεθνούς οργάνωσης των ΚΚ. Όμως η ανάγκη ύπαρξής της γενικά ήταν φανερή. Αυτό δείχνει και η προσπάθεια σύγκλησης διεθνών διασκέψεων, όπου υπογραμμιζόταν η σημασία της διεθνούς ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτές οι διεθνείς διασκέψεις όμως δεν μπόρεσαν να συμβάλουν στην ιδεολογική ενότητα και στη χάραξη επαναστατικής στρατηγικής. Η διασάλευση της ιδεολογικής ενότητας βάθαινε την κρίση στο ΔΚΚ.
Στην πραγματικότητα η αποκατάσταση της ενότητάς του προϋπέθετε ανοικτό μέτωπο με τον οπορτουνισμό και αντιμετώπισή του από σημαντικά τμήματα του ΔΚΚ, πρώτα απ’ όλα από το ΚΚΣΕ, το ΚΚ Κίνας και τα ΚΚ των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Δύσης. Μόνο έτσι θα μπορούσε να επέλθει νέα ιδεολογική και οργανωτική ενότητα σε επαναστατική βάση.
Το ΔΚΚ είχε να υπερνικήσει ισχυρούς αρνητικούς παράγοντες, όπως ήταν το πολυάριθμο μικροαστικό στοιχείο και οι πολλαπλά εμπεδωμένες παραδόσεις του αστικού κοινοβουλευτισμού. Και οι δύο αυτοί παράγοντες έγιναν άλλοθι για πολλά ΚΚ ώστε να προτάσσουν τις “εθνικές ιδιαιτερότητες” έναντι των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αντεπανάσταση 1989-1991 είναι ήδη αρκετά. Προσφέρουν νέα πείρα, θετική και αρνητική. Σε μια σειρά χώρες τα ΚΚ ανασυγκροτήθηκαν ή δημιουργήθηκαν εκ νέου. Συστηματοποιήθηκαν οι διεθνείς συναντήσεις των ΚΚ, γίνονται τακτικές περιφερειακές και θεματικές συναντήσεις και αναπτύσσονται κι άλλες πρωτοβουλίες που λίγο-πολύ πέτυχαν μια ορισμένη ενότητα δράσης σε κάποια ζητήματα. Αποτελούν βήματα που χρειάζεται να εδραιωθούν και να πολλαπλασιαστούν. Ωστόσο όλα αυτά υπολείπονται δραματικά από το ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσει στις παγκόσμιες εξελίξεις το κομμουνιστικό κίνημα.
Την ίδια ώρα μια σειρά προβλήματα συνεχίστηκαν ή και οξύνθηκαν. Οι προσπάθειες ανασύνταξης έφεραν στην επιφάνεια παλαιότερα προβλήματα στο πλάι των δυσκολιών που γέννησε η αντεπανάσταση και η προσωρινή ήττα του σοσιαλισμού. Παράλληλα εντείνεται η κρατική καταστολή, η ποινικοποίηση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πράξης, της ταξικής πάλης. Τα σημάδια που εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην ΕΕ, αποτελούν γενικότερες προειδοποιήσεις.
Πρόσφατη είναι η απόφαση της ΕΕ με τη θετική ψήφο όλων των συνιστωσών του αστικού πολιτικού φάσματος στο ευρωκοινοβούλιο -φιλελεύθερων, σοσιαλδημοκρατών, “νεοαριστερών”, οικολόγων, πράσινων, ακροδεξιών, εθνικιστών, κεντροαριστερών- οι οποίοι, ανατρέποντας την ιστορική αλήθεια, προχωρούν σε κυνήγι μαγισσών εξομοιώνοντας το φασισμό με τον κομμουνισμό, το χιτλερισμό με το σταλινισμό. Περίπου τα ίδια συμβαίνουν και σε άλλες ηπείρους.
Από την άλλη μεριά, σε μια σειρά χώρες συνεχίστηκε η διαδικασία αποχαρακτηρισμού και “μετάλλαξης” κομμουνιστικών κομμάτων σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση. Η πίεση για απόρριψη της κομμουνιστικής ταυτότητας πήρε νέες διαστάσεις με τη σύγκλιση του νέου κύματος κρατικού αντικομμουνισμού με τα σύγχρονα οπορτουνιστικά ρεύματα.
Στη ρίζα αυτών των προβλημάτων βρίσκεται η διαταραγμένη ιδεολογική ενότητα, η υποχώρηση από αρχές και θεωρητικά θεμέλια του κινήματός μας. Χαρακτηριστική είναι η ζημιά που επέφεραν σε μια σειρά κόμματα και κινήματα οι θεωρίες περί “εξαφάνισης της εργατικής τάξης”, περί “νέων κοινωνικών υποκειμένων”, τα διάφορα ιδεολογήματα που ενδήμησαν στα “κοινωνικά φόρουμ” και άλλες δομές, οι διαδικτυακές επαναστάσεις, οι διάφορες “αραβικές ανοίξεις”, οι πλατείες των “αγανακτισμένων”, που οδήγησαν μόνο σε εκτόνωση της μαζικής κίνησης εργατικών λαϊκών μαζών, ακόμα και κάποιων εξεγέρσεων, με αποπροσανατολιστικό περιεχόμενο, και με εγκαθίδρυση νέων δυνάμεων που επιζητούσαν να γίνουν “χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη”, χωρίς να πειράξουν τρίχα από την αστική εξουσία, την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση.
Όλα αυτά τα χρόνια στον πυρήνα της αντιπαράθεσης βρέθηκαν η λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, η ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Από κάποιες δυνάμεις τέθηκε σε αμφισβήτηση το ζήτημα της επίλυσης του ζητήματος της εξουσίας, ως κεντρικό ζήτημα της πολιτικής πάλης, η αναγκαιότητα της γενικής και πλήρους σύγκρουσης με την αστική εξουσία για την ανατροπή της.
Τελικά δηλαδή, οι θεωρίες αυτές θωρακίζουν την αστική εξουσία από τον κίνδυνο μιας μελλοντικής σοσιαλιστικής επανάστασης. Απαξιώνεται στην εργατική και λαϊκή συνείδηση κάθε επανάσταση και κάθε κίνημα αντίστασης στον ιμπεριαλισμό και μάλιστα στο όνομα της “μη βίας” δικαιολογείται η διαιώνιση των εκμεταλλευτικών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που στην πολιτική πράξη οι απόψεις αυτές οδηγούν στην αναβίωση θέσεων για την “υπέρβαση” του Κομμουνιστικού Κόμματος. Οι πολιτικές συνέπειες είναι εξίσου τραγικές. Μια ματιά σε κόμματα και κινήματα μεγάλων χωρών της Ευρώπης αρκεί.
Όσο δε συγκροτείται διεθνώς ένα ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα, ικανό να καθοδηγήσει μια στρατηγική αντεπίθεση τόσο και η σχετικά αυθόρμητη αντίδραση και τα αναδυόμενα λαϊκά κινήματα θα είναι πιο ευάλωτα στη χειραγώγηση, τον αποπροσανατολισμό, τη σύγχυση. Την ανάγκη ιδεολογικής και θεωρητικής αντεπίθεσης υπογραμμίζουν και άλλοι παράγοντες. Δεν είναι τυχαίο ότι η παραπέρα ανάπτυξη κοινής δράσης, οι διεθνείς συναντήσεις και άλλες πρωτοβουλίες θέτουν όλο και πιο έντονα αυτή την ανάγκη.
Το Κόμμα μας πιστεύει ότι οι διεθνείς συναντήσεις των κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων είναι χρήσιμες και θα πρέπει οπωσδήποτε να συνεχιστούν, στα πλαίσια της ανταλλαγής και ζύμωσης απόψεων και εμπειριών μέσα στο κομμουνιστικό και αντιϊμπεριαλιστικό κίνημα, της προσπάθειας συντονισμού. Όμως, για να υπάρξει ουσιαστική ανασυγκρότηση, πολύ περισσότερο επιτυχημένη αντεπίθεση του ΔΚΚ, χρειάζεται κάτι ακόμα παραπέρα. Απαιτείται μια κοινή προσπάθεια των ΚΚ που οι ιδεολογικές και πολιτικές τους απόψεις θεμελιώνονται στο Μαρξισμό – Λενινισμό, που αναγνωρίζουν το ιστορικό εγχείρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στον 20ό αιώνα και την προσφορά του, ανεξάρτητα από την κατάληξή του, καθώς και την αναγκαιότητα της πάλης για το σοσιαλισμό. Το ΚΚΕ είναι σήμερα περισσότερο ώριμο από ποτέ να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Για το ΚΚΕ, το ζήτημα της ολοκληρωμένης εκτίμησης της στρατηγικής, της πορείας και της αυτοδιάλυσης της ΚΔ παραμένει σήμερα ανοικτό για παραπέρα διερεύνηση.
Σημαντικός παράγοντας για τη συνέχιση της μελέτης αποτελεί η συγκέντρωση των απαραίτητων πηγών που αφορούν τις συζητήσεις στα Όργανα της ΚΔ, στα Όργανα του ΚΚ (μπ), τις διμερείς συζητήσεις των κομμάτων που εκπροσωπούνταν στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ.
Η αναγκαιότητα διεθνούς οργάνωσης του επαναστατικού εργατικού κινήματος πηγάζει από τον διεθνή χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Το ζήτημα της ιδεολογικής ενότητας και της επαναστατικής στρατηγικής είναι καθήκον και του κάθε ΚΚ, ενώ ο βαθμός προώθησής της είναι το μεγάλο ζητούμενο και στις μέρες μας.
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ (30 Μάρτη – 2 Απρίλη 2017) επιβεβαίωσε “ότι η ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποτελούν μόνιμο, σταθερό καθήκον του Κόμματός μας”, που “πηγάζει από τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ταξικής πάλης”.
Εκτίμησε επίσης ότι το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, δυσκολεύεται να αντιδράσει στην επίθεση του ταξικού αντιπάλου, η οποία γίνεται όχι μόνο με κατασταλτικά αλλά και με ιδεολογικά – πολιτικά μέσα, με την επίδραση του οπορτουνισμού.
Το ΚΚΕ έχει επίγνωση ότι η διαδικασία της επαναστατικής ανασυγκρότησης θα είναι αργόσυρτη, βασανιστική, ευάλωτη, θα στηριχτεί στην κατάκτηση της ικανότητας των Κομμουνιστικών Κομμάτων να δυναμώνουν ολόπλευρα στη χώρα τους ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά.
Ξεπερνώντας λαθεμένες θέσεις που κυριάρχησαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες και αναπαράγονται με διάφορες μορφές σήμερα, συνδυάζει την επαναστατική δράση με την επαναστατική θεωρία. Χτίζοντας γερές βάσεις στην εργατική τάξη, σε στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ενισχύοντας την παρέμβασή τους στο εργατικό – λαϊκό κίνημα, θα δυναμώσει το κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα.
Τα 100 χρόνια από την ίδρυση της ΚΔ, ας αποτελέσουν μια νέα αφετηρία για την επαναστατική ανασυγκρότηση του διεθνούς εργατικού και κομουνιστικού κινήματος, ενάντια στην αντεπαναστατική δράση των σημερινών κυριάρχων δυνάμεων του καπιταλισμού και της οπισθοδρόμησης.
Παραμένει επίκαιρο το σύνθημα του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”: “Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!”.
Η ελπίδα βρίσκεται στην πάλη των λαών!».