Μάλιστα, ο πρωθυπουργός σε ρόλο «μαέστρου» της καπιταλιστικής ανάπτυξης δήλωσε ότι η κυβέρνηση είναι σε θέση να συνθέσει τη σχετική μουσική: «Να συνθέσουμε την άνοιξη της ελληνικής οικονομίας, έτσι ώστε αυτήν τη φορά τους καρπούς να μην τους γευτούν μονάχα λίγοι», ανέφερε στο υπουργικό συμβούλιο ο Αλ. Τσίπρας.
Με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια για το πολιτικό προσωπικό της άρχουσας τάξης: Από τη μία, επεξεργάζεται το σχέδιο για την στήριξη της ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου και, από την άλλη, σπέρνει τη σύγχυση στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, για να αποσπάσει τη στήριξη ή τουλάχιστον την ανοχή τους σε αυτόν το σχεδιασμό. Οι υποσχέσεις για «καλύτερες μέρες» που θα έρθουν μετά το 2021, όσο θα υλοποιείται η «παραγωγική ανασυγκρότηση», το σχέδιο της οποίας αναμένεται να μπει σε διαβούλευση για την εξειδίκευσή του, είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της άγριας αντιλαϊκής επίθεσης που κλιμακώνεται με τις διαπραγματεύσεις της συγκυβέρνησης και των «θεσμών».
Η «δίκαιη ανάπτυξη» που δήθεν θα καταφέρει η κυβέρνηση είναι άλλο ένα παραμύθι, γιατί τέτοια ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν υπάρχει. Η αλήθεια είναι ότι όσο υπάρχει καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ο πλούτος που παράγεται είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της δουλειάς της εργατικής τάξης. Η διαρκής τάση είναι το εισόδημα της εργατικής τάξης να αποτελεί ένα όλο και μικρότερο ποσοστό του παραγόμενου πλούτου. Οσο για την «αναδιανομή» που υπόσχεται η συγκυβέρνηση, σπέρνοντας νέες αυταπάτες, αυτή στον καπιταλισμό γίνεται μόνο ανάμεσα στους επιχειρηματικούς ομίλους ανάλογα με την εξέλιξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η φορολογία, οι μειώσεις σε συντάξεις, οι περικοπές στην Πρόνοια γίνονται πολύτιμοι πόροι που πάλι κατευθύνονται στους μονοπωλιακούς ομίλους με διάφορους τρόπους. Ταυτόχρονα, οι όποιες θέσεις εργασίας δημιουργούνται από την όποια ανάκαμψη, είναι στην πλειοψηφία τους ευέλικτες και με μισθούς πείνας. Είναι χαρακτηριστικά τα πρόσφατα στοιχεία του συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», που αποτυπώνουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των νέων προσλήψεων αφορά ελαστικές σχέσεις εργασίας.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ σχεδιάζει να κάνει τη «βρώμικη δουλειά» και σε αυτόν τον τομέα, της λεγόμενης «παραγωγικής ανασυγκρότησης» για λογαριασμό του κεφαλαίου. Σύμφωνα με την παρουσίαση που έκανε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, τα «πλεονεκτήματα», πάνω στα οποία θα «πατήσει» η παραγωγική ανασυγκρότηση, είναι η θέση της χώρας που μπορεί να την καταστήσει διαμετακομιστικό κόμβο μεταφορών, συγκοινωνιών και Ενέργειας, ο Τουρισμός, ενώ βάση πρέπει να δοθεί στον αγροτοδιατροφικό τομέα. Βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο προσανατολισμός αυτός είναι «σχέδια επί χάρτου» και η υλοποίησή του δεν είναι εύκολο να προβλεφθεί με κάθε λεπτομέρεια, αφού αυτό που χαρακτηρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής είναι η αναρχία, η δυσκολία να σχεδιαστεί. Επιπλέον, η καπιταλιστική οικονομία της Ελλάδας δεν είναι αποκομμένη από τις εξελίξεις της διεθνούς οικονομίας, τους ανταγωνισμούς και τους κλυδωνισμούς της.
Παρ’ όλα αυτά, παραμένει η ανάγκη να μη στοιχηθεί η εργατική τάξη με τον νέο «εθνικό στόχο» που «μαγειρεύουν» το κεφάλαιο και η κυβέρνησή του, αυτόν της «παραγωγικής ανασυγκρότησης», γιατί δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από απαίτηση για θυσίες διαρκείας στο όνομα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η «άνοιξη» για το κεφάλαιο θα είναι «χειμώνας» διαρκείας για τα εργατικά – λαϊκά στρώματα.
Ακόμα και τα πιο συγκεκριμένα κριτήρια που θέτει η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για την «παραγωγική ανασυγκρότηση» είναι αρκετά για να καταλάβει κανείς ότι η στρατηγική της ανάκαμψης του κεφαλαίου που υπηρετείται με άλλη ταμπέλα είναι κόλαφος για το λαό. Π.χ. ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «στροφή της παραγωγής σε προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας», περιγράφοντας με άλλα λόγια την ανάπτυξη παραγωγής, από την οποία οι καπιταλιστές θα βγάζουν μεγαλύτερα κέρδη. Ομως, μέχρι σήμερα δεν έχει «ανακαλυφθεί» άλλος τρόπος για την εξασφάλιση των κερδών, πέρα από την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ο «εξαγωγικός προσανατολισμός» των επιχειρήσεων, στον οποίο δίνεται προτεραιότητα, συνιστά έμμεση παραδοχή ότι το λαϊκό εισόδημα θα παραμείνει καθηλωμένο, επομένως η εγχώρια αγορά δεν φτάνει για την ανάκαμψη του κεφαλαίου. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, που θα διευκολύνει και τις εξαγωγές, εξασφαλίζεται κατά κύριο λόγο με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, αλλά και με κάθε είδους διευκολύνσεις στους μονοπωλιακούς ομίλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα αισιόδοξα στοιχεία που χρησιμοποιεί η σημερινή κυβέρνηση είναι ότι «η ανταγωνιστικότητα του κόστους της εργασίας βελτιώθηκε κατά 24% έναντι 37 χωρών την περίοδο 2009 – 2015». Δηλαδή, όσο οι εργαζόμενοι στενάζουν τα τελευταία χρόνια από την επίθεση διαρκείας με την εφαρμογή των μνημονίων, βελτιώνεται η «ανταγωνιστικότητά» τους, όρος για την προσέλκυση επενδύσεων.
Ενα από τα «πλεονεκτήματα» που επικαλείται η κυβέρνηση για την «ανασυγκρότηση» είναι η αξιοποίηση του ρόλου της χώρας ως «παγκόσμιου διαμετακομιστικού κόμβου μεταφορών, συγκοινωνιών, εμπορίου, Ενέργειας, δικτύων και νέων τεχνολογιών». Ο σχεδιασμός αυτός περιλαμβάνει την ανάπτυξη των λιμενικών υποδομών, της εφοδιαστικής αλυσίδας (logistics), των αγωγών και των σταθμών μεταφοράς αερίου κ.λπ. Βεβαίως, αυτός ο σχεδιασμός, όσο έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα, είναι πλεονέκτημα μόνο για το κεφάλαιο και όχι για όσους εργάζονται σε αυτές τις υποδομές ούτε συνολικά για τον ελληνικό λαό, που αντιμετωπίζει τεράστιους κινδύνους από τους ανταγωνισμούς ισχυρών μονοπωλίων και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο πεδίο αυτό.
Στο λιμάνι του Πειραιά, με την παράδοσή του στην «Cosco» οι εργασίες γιγαντώθηκαν. Μάλιστα, τον περασμένο Σεπτέμβρη, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ανακοίνωσε ότι ο Πειραιάς ανέβηκε στην 44η θέση της παγκόσμιας κατάταξης εμπορευματικών λιμανιών από την 93η που ήταν το 2010. Στόχος της εταιρείας, και μάλιστα ρεαλιστικός, είναι το λιμάνι του Πειραιά να βρεθεί μεταξύ των 30 μεγαλύτερων λιμανιών παγκοσμίως. Παράλληλα, οι σχεδιαζόμενες επενδύσεις κατευθύνονται και στην αναβάθμιση των επισκευών πλοίων, εφοδιαστικών αλυσίδων και δραστηριοτήτων κρουαζιέρας. Αντίστοιχος είναι ο σχεδιασμός και για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, που η ιδιωτικοποίησή του τώρα μπαίνει στην τελική ευθεία εν μέσω σφοδρών ανταγωνισμών ανάμεσα σε επενδυτικά σχήματα.
Οι πρώτοι που δοκίμασαν τα «οφέλη» από αυτήν την αλματώδη ανάπτυξη στον Πειραιά ήταν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στις προβλήτες της «Cosco», που οι όποιες κατακτήσεις των λιμενεργατών ξηλώθηκαν μία προς μία. Πρόσφατη είναι, δε, η θεσμοθέτηση ουσιαστικά από την κυβέρνηση (με τη συμφωνία ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ενωσης Κεντρώων και Ποταμιού) Ειδικών Οικονομικών Ζωνών στη διαμετακόμιση, στο όνομα της δημιουργίας «κατάλληλου επιχειρηματικού κλίματος», σε λιμάνια, ναυπηγοεπικευαστικές ζώνες κ.λπ. Ετσι, τα διαμετακομιστικά κέντρα «αποστειρώνονται» από τα όποια κατοχυρωμένα εργατικά δικαιώματα (Συλλογικές Συμβάσεις, μη αναγνώριση βαρέων και ανθυγιεινών, απουσία μέτρων πρόληψης, υγιεινής και ασφάλειας κ.λπ.).
Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον συγκεντρώνει ο κλάδος της Ενέργειας και, όχι τυχαία, στις εξελίξεις και τις προβλέψεις για το μέλλον του στριμώχνεται πλήθος διαφορετικών σχεδιασμών αστικών κρατών, μονοπωλίων, κυβερνήσεων και συμμαχιών τους. Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να παίξει με το χαρτί της θέσης της χώρας και σ’ αυτόν τον κλάδο, με στόχο να την καταστήσει ενεργειακό κόμβο, στόχος που συμμερίζονται και τα άλλα αστικά κόμματα. Το αυξημένο ενδιαφέρον αποκρυσταλλώνεται και από την εξέλιξη των διαπραγματεύσεων με τους «θεσμούς», όπου τα ενεργειακά παραμένουν ψηλά στην ατζέντα, ενώ εκτός από το κουαρτέτο πηγαινοέρχονται κι άλλοι «παίκτες», π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία κ.λπ. Την ίδια στιγμή που το κεφάλαιο «Ενέργεια» είναι μόνιμα στα χείλη των κυβερνητικών αξιωματούχων, είναι σίγουρο ότι τα εργατικά – λαϊκά νοικοκυριά θα εξακολουθήσουν να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για να ζεσταθούν και να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρικό ρεύμα. Και σαν να μη φτάνει αυτό, όλο και περισσότερο οξύνονται οι ανταγωνισμοί γύρω από τα Ενεργειακά για το ποιο μονοπώλιο ποιας χώρας θα βάλει χέρι στον ορυκτό πλούτο της περιοχής και στη μεταφορά του. Και οι λαοί ξέρουν (πολλοί από αυτούς το έχουν ζήσει κιόλας) ότι η «διπλωματία» κάποτε εξαντλείται και τότε το λόγο τον έχουν τα όπλα…
Προφανώς, από το σχέδιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης δεν θα μπορούσε να λείπει το «βαρύ πυροβολικό» του ελληνικού κεφαλαίου: Ο Τουρισμός. Ο κλάδος σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, τα κυβερνητικά στελέχη στάζουν μέλι όταν μιλούν για αυτόν και την ενίσχυσή του και οι επιχειρηματίες του κλάδου θησαυρίζουν μην έχοντας ουσιαστικά γνωρίσει κρίση. Η κυβέρνηση εξασφαλίζει διάφορες διεθνείς συμφωνίες, όπως η πρόσφατη με το Κουβέιτ, η οποία μάλιστα στηρίχθηκε και από τη ΝΔ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Σκοπός της συμφωνίας είναι η αμοιβαία ενθάρρυνση και τα σχετικά κίνητρα (προνόμια, «ζεστό» χρήμα, πάμφθηνη εργατική δύναμη κ.ο.κ.) προς τους επιχειρηματικούς ομίλους (μεγαλοξενοδόχους, εφοπλιστές της κρουαζιέρας) για σχετικές επενδύσεις. Βέβαια, από την ανάπτυξη του κλάδου τόσο πριν όσο και μετά την περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση», κανένας από τους εργαζόμενους δεν έχει αυταπάτες για το μέλλον του. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον κλάδο, που στις πλάτες τους χτίζεται το τουριστικό «θαύμα», είναι οι καλύτεροι μάρτυρες των ευεργετημάτων του: Αγρια εκμετάλλευση, δουλειά ήλιο με ήλιο για ένα κομμάτι ψωμί, υψηλή εντατικοποίηση, εργασιακές σχέσεις – λάστιχο, απλήρωτη και ανασφάλιστη εργασία για εκατοντάδες «μαθητευόμενους», απολύσεις κ.λπ. Ταυτόχρονα, ο τουρισμός και το ταξίδι αναψυχής για τα εργατικά – λαϊκά στρώματα παραμένει στοιχείο πολυτέλειας κι έτσι η «εξωστρέφεια» του τουριστικού «προϊόντος» είναι η διέξοδος για τους επιχειρηματίες του κλάδου.
Αλλος ένας πυλώνας που σχεδιάζεται να στηρίξει την «παραγωγική ανασυγκρότηση» είναι η ενίσχυση της αγροτοδιατροφικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Αζερμπαϊτζάν, που (τι σύμπτωση;) υπερψηφίστηκε με ευφημισμούς πάλι με διακομματική συναίνεση. Ταυτόχρονα, οι μικρομεσαίοι αγρότες ξεκληρίζονται, όχι επειδή δεν έχει «ανασυγκροτηθεί» η καπιταλιστική παραγωγή, αλλά επειδή αυτό επιβάλλει η καπιταλιστική ανάπτυξη που περιλαμβάνει την ΚΑΠ, την ενίσχυση της βιομηχανίας τροφίμων κ.λπ. Οσο οι φτωχοί αγρότες δίνουν μάχη για να παραμείνουν στο χωράφι τους και η εργατική τάξη πληρώνει ακριβά για τη διατροφή της, η κυβέρνηση και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα πανηγυρίζουν για την «εξωστρέφεια» που σηματοδοτεί η διείσδυση των ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων στην αγροτοδιατροφική αλυσίδα του Αζερμπαϊτζάν, στηριγμένη στις κατευθύνσεις της ΕΕ για την ευρύτερη περιοχή.