Τις τελευταίες μέρες γινόμαστε για πολλοστή φορά θεατές μιας κακοστημένης αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών των κολεγίων, αυτήν τη φορά με αφορμή το άρθρο 50 του νομοσχεδίου της υπουργού Ν. Κεραμέως και τη σχετική επιστολή της Κομισιόν προς τον ΔΟΑΤΑΠ, που ήρθε στο φως της δημοσιότητας.
Περιττό να υπενθυμίσουμε ότι αυτοί που φαίνεται να τσακώνονται είναι οι ίδιοι που έχουν πολλάκις προσπαθήσει, με διάφορες ρυθμίσεις που εισήγαγαν και οι δυο κοκορομάχοι όταν βρίσκονταν στα κυβερνητικά έδρανα (π.χ. ρυθμίσεις για την πιο αποτελεσματική λειτουργία ΔΟΑΤΑΠ και ΣΑΕΠ, προκηρύξεις ΑΣΕΠ στη βάση της εξίσωσης), αλλά και παρεμβάσεις τους στη Βουλή (π.χ. Ερώτηση Φίλη και άλλων 60 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ τον Νοέμβρη του 2018 για καθυστερήσεις στην αναγνώριση) και την Ευρωβουλή (π.χ. από τον Αλ. Αλαβάνο ως ευρωβουλευτή του ΣΥΝ και μετέπειτα προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών των κολεγίων), να προωθήσουν την εξίσωση των τίτλων σπουδών των κολεγίων με τα πανεπιστημιακά πτυχία.
* * *
Περιττό, επίσης, να υπενθυμίσουμε ότι είναι οι ίδιοι που κατά τα λοιπά δεν διαφωνούν ούτε σε ένα σημείο της διαδικασίας της Μπολόνια, που έχει ως πυλώνες της, μεταξύ άλλων, τη «διεθνοποίηση» (που προάγεται μέσα από τη δραστηριοποίηση ιδρυμάτων από άλλες χώρες που εμφανίζονται να εποπτεύουν τα κολέγια), την «κινητικότητα» (που διευκολύνει τις σπουδές σε ιδρύματα που υπάγονται σε φορείς άλλων χωρών πέραν της χώρας προέλευσης) και την «αντιστοίχιση προσόντων» (που διευκολύνει την αποτίμηση των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής διαδρομής του εργαζόμενου από τον ενδιαφερόμενο εργοδότη – είτε πρόκειται για ιδιωτική επιχείρηση είτε για κρατική υπηρεσία), προωθώντας τες μέσα από τις διάφορες διαδικασίες «αξιολόγησης» και πιστοποίησης των ιδρυμάτων.
Όλα τα παραπάνω είναι γνωστό πού καταλήγουν στην πράξη, από την άποψη των δικαιωμάτων των σπουδαστών: Στην αποσύνδεση πτυχίου – επαγγέλματος.
Αυτό είναι το σημείο-κλειδί για να κατανοήσει κανείς το ψευδεπίγραφο της αντιπαράθεσης, αφού τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική που προωθούν και υλοποιούν είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, σταθερά αντιμάχονται τα συμφέροντα τόσο των φοιτητών των πανεπιστημίων της χώρας όσο και των αποφοίτων των κολεγίων, κρατώντας εγκλωβισμένες και τις δυο κατηγορίες στα αδιέξοδα της αναρχίας της αγοράς εργασίας που συνεπάγεται η εξουσία των μονοπωλίων που υποστηρίζουν.
* * *
Δεν πρόκειται για αυθαίρετο συμπέρασμα. Αρκεί κανείς να διαβάσει προσεκτικά τα έγγραφα που έρχονται στο φως της δημοσιότητας, τις δήθεν «καταγγελίες» από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και τις δήθεν «συντριπτικές» απαντήσεις της κυβέρνησης ΝΔ, όπου πολύ εύκολα, σαν να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, περνάνε από την ορολογία περί «ακαδημαϊκής αναγνώρισης» σε αυτή περί «αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων και πρόσβασης στο επάγγελμα».
Όμως η διάκριση μεταξύ των δύο, δηλαδή της αναγνώρισης ακαδημαϊκής ισοτιμίας τίτλων σπουδών και της αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων ή πρόσβασης σε επάγγελμα τα οποία πιστοποιούνται από τίτλους σπουδών, δεν είναι απλώς διεθνώς παγιωμένη και αποδεκτή, αλλά έχει εισαχθεί τόσο στην ελληνική όσο και στην ευρωπαϊκή σχετική νομολογία, και αφορά όλα τα είδη πτυχίων και τίτλων σπουδών, τόσο της ημεδαπής όσο και της αλλοδαπής.
Εξάλλου, δεν πρόκειται για θέμα που αφορά μόνο τα κολέγια ή για κάτι που για πρώτη φορά εντοπίζεται στην περίπτωση αυτή: Κατ’ αναλογία, αντίστοιχη ήταν και η πολυχρονισμένη συζήτηση σε σχέση με τα ΤΕΙ, που τυπικά μπορεί και να θεωρούνταν ακαδημαϊκά ισότιμα με τα υπόλοιπα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, όμως από την άποψη της κατοχύρωσης επαγγελματικών δικαιωμάτων η διαφοροποίηση ποτέ δεν επιλύθηκε στην πράξη.
* * *
Το κοινό, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, είναι και το κύριο: Αυτός που σπουδάζει δεν έχει εξασφαλισμένη την πρόσβαση στο επάγγελμα που αντιστοιχεί στις σπουδές του και τη δουλειά με πλήρη δικαιώματα σε αυτό, κατοχυρωμένη με τη λήψη του πτυχίου. Κι αυτό δεν αποτελεί αρρυθμία, αλλά πολιτική στόχευση, που επιτυγχάνεται μέσα από τις σχετικές παρεμβάσεις όλων όσοι πίνουν νερό στο όνομα της ΕΕ και της διαδικασίας της Μπολόνια, όλων όσοι υπηρετούν την εξουσία του κεφαλαίου, όπως αποδεικνύεται από τα πεπραγμένα όλων των αστικών κυβερνήσεων.
Κι από τη στιγμή που κάποιος μπορεί να εντοπίσει τον εχθρό, το πρώτο μεγάλο βήμα έχει γίνει για να οργανώσει τη δράση του απέναντί του. Το μόνο που μένει είναι να το πάρει απόφαση. Αυτό είναι το κάλεσμα του ΚΚΕ σε όλους όσοι εγκλωβίζονται από αυτή την κατάσταση, σε αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσουν αγωνιστικές πρωτοβουλίες και πρωτοστατούν στη συλλογική διεκδίκηση οι δυνάμεις του ΚΚΕ και τις ΚΝΕ στα πανεπιστήμια και σε όλους τους χώρους της Εκπαίδευσης.
Δ. Κ.
Αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Αποκαλυπτικά» του «Ριζοσπάστη», 24/1/2020.