ΕΡΓΑΣΙΑ
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΤΑΘΕΡΗ ΔΟΥΛΕΙΑ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΛΑΒΙΑ
Η ισοτιμία και η χειραφέτηση της γυναίκας για την οποία παλεύει το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, η ΟΓΕ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο σε μια κοινωνία που θα εξασφαλίζει την καθολική συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική παραγωγή με την ταυτόχρονη ολόπλευρη προστασία της μητρότητας. Και ενώ σήμερα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις για να έχουν όλες οι γυναίκες μια εργασία χρήσιμη στην κοινωνία, αλλά και πλήρης αποκλειστική κρατική προστασία της μητρότητας κάτι τέτοιο φαντάζει μακρινό όνειρο.
Σήμερα η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας, η αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να εξασφαλίσει μια μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλες τις γυναίκες με μισθό που θα καλύπτει τις ανάγκες μας, με πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Αυτή η πρόοδος μας δίνει τη δυνατότητα να δουλεύουμε λιγότερες ώρες και να έχουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο που θα τον αξιοποιούμε δημιουργικά ενώ ταυτόχρονα θα συμμετέχουμε και στην κοινωνική δράση, που αποτελεί στοιχείο για την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς μας. Αυτή η πρόοδος μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να φέρνουμε στον κόσμο υγιή παιδιά, να καλύψει τις δικές μας ιδιαίτερες βιολογικές ανάγκες, αλλά και τις ανάγκες της οικογένειας, των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της με τη δημιουργία και λειτουργία δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών. Ο συνδυασμός της μητρότητας και της εργασίας χωρίς αντιφάσεις μπορεί να γίνει πράξη στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου η προστασία της μητρότητας και η στήριξη της λαϊκής οικογένειας με κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές δε θα λογίζονται ως κόστος που περιορίζει τα κέρδη, αλλά ως κοινωνική ανάγκη που θα πρέπει να ικανοποιείται σε ανώτερο διαρκώς βαθμό. Σε μια κοινωνία στην οποία η εργασία των γυναικών δε θα αποτελεί εφεδρεία για την κερδοφορία του κεφαλαίου αλλά η συμμετοχή τους στην κοινωνική παραγωγή θα γίνεται με σύγχρονα εργασιακά δικαιώματα, χωρίς τον εφιάλτη της ανεργίας και η αύξηση του κοινωνικού πλούτου θα μεταφράζεται σε βελτίωση της ζωής των ίδιων των γυναικών και των οικογενειών τους.
Στον αντίποδα της σημερινής πραγματικότητας, το δικαίωμα των γυναικών στη δουλειά, στη μητρότητα , στον ελεύθερο χρόνο μπορεί να συνδυαστεί αρμονικά, να γίνει πραγματικότητα με τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, την κατοχύρωση σύγχρονων εργατικών δικαιωμάτων, τη δημιουργία και λειτουργία δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών για τις ανάγκες της οικογένειας, των παιδιών και των ηλικιωμένων μελών της. Όλα αυτά όμως απαιτούν μια κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι θα διαφεντεύουν τον πλούτο που παράγουν, όπου θα σχεδιάζουν οι ίδιοι την παραγωγή επιστημονικά και κεντρικά με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών.
Αντί για όλα αυτά οι γυναίκες στη χώρα μας τον 21ο αιώνα αντιμετωπίζουν μια εργασιακή ζούγκλα. Η αιτία είναι γιατί κουμάντο στην οικονομία κάνουν οι βιομήχανοι, οι εφοπλιστές, οι τραπεζίτες και οι μεγαλέμποροι. Ολοι αυτοί που θέλουν ν’ αυξάνουν τα κέρδη τους και να κάνουν πιο ανταγωνιστικές τις επιχειρήσεις τους ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους, περισσότερο τις γυναίκες εργαζόμενες και την εργαζόμενη νεολαία.
Η πολιτική της ΕΕ, των κυβερνήσεων και των επιχειρηματικών ομίλων
Οδηγός για τη διαμόρφωση του εργασιακού μεσαίωνα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες είναι η στρατηγική της ΕΕ που, αν και χαράχτηκε πολύ πριν την κρίση, αξιοποιείται για να ενταθεί η αντεργατική επίθεση. Οι φόβοι των επιχειρηματικών ομίλων για μείωση της κερδοφορίας τους καθορίζουν και το μονόδρομο της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020», που δεν έχει άλλο στόχο από το τσάκισμα των εργατικών δικαιωμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ.
Η αντεργατική φιλοσοφία της ΕΕ συμπυκνώνεται στην «Ευελφάλεια» ή «Flexicurity», που συνδυάζει υποτίθεται την «ευελιξία» με την υποτιθέμενη «ασφάλεια» στην εργασία. Βέβαια, αυτό που ενδιαφέρει τους επιχειρηματικούς ομίλους είναι αποκλειστικά και μόνο η «ευελιξία», η ελαστικότητα των μορφών απασχόλησης και των δικαιωμάτων που τις συνοδεύουν. Το νέο μοντέλο εργαζόμενου που ονειρεύεται το κεφάλαιο είναι αυτό του «απασχολήσιμου», του εργαζόμενου – λάστιχο, διαρκώς επανακαταρτιζόμενου, που διατρέχει όλα τα μήκη και πλάτη της χώρας του και των κρατών – μελών της ΕΕ σε αναζήτηση δουλειάς μέχρι τα βαθιά γεράματα, με το μικρότερο δυνατό επίπεδο κοινωνικής προστασίας και δικαιωμάτων.
Σε όλα τα κράτη – μέλη της ΕΕ θεσπίζονται όλα τα είδη συμβάσεων «εναλλακτικής απασχόλησης», της πιο άγριας εκμετάλλευσης των εργαζομένων: Εργασία ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, συμβάσεις περιστασιακής απασχόλησης, συμβάσεις «μηδενικών ωρών», συμβάσεις τηλεργασίας, δουλειά με το κομμάτι, νέες μορφές «μικρο-εργασίας», «εργατικό φραντσάιζ», «έκτακτης ανάγκης», συμβάσεις «ετοιμότητας», «λευκές συμβάσεις», με απαραίτητο εργαλείο το σκλαβοπάζαρο των δουλεμπορικών γραφείων. Πάντοτε, ανάλογα με τις ανάγκες των επιχειρήσεων, προστίθενται και η δωρεάν για το κεφάλαιο «μαθητεία» και «άσκηση» και άλλες πολλές μορφές, που με εντυπωσιακή «ευρηματικότητα» ανακαλύπτουν και καθιερώνουν νομοθετικά όλοι μαζί, μονοπώλια, ΕΕ και κυβερνήσεις, για να ρίξουν την τιμή της εργατικής δύναμης στο επίπεδο των «εμπορικών ανταγωνιστών τους», Ινδίας, Κίνας κ.λπ. Αυτές αποτελούν πλέον τον γενικό κανόνα της εργασιακής σχέσης και όχι την εξαίρεση…
Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης αποτελεί στρατηγική επιλογή για την ΕΕ. Αυτό συμβαίνει γιατί η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών οδηγεί συνολικά σε φθηνότερη εργατική δύναμη, αυξάνει συνολικά το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, μειώνει τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας κλπ., και τελικά καθιστά τους ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους πιο ανταγωνιστικούς στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού. Αποδεικνύεται σήμερα περίτρανα αυτό που η ΟΓΕ εκτιμούσε από την εποχή της συνθήκης του Μάαστριχτ, ότι δηλαδή οι γυναίκες γίνονται η γέφυρα για τη γενίκευση της ευέλικτης εργασίας σε όλους τους εργαζόμενους.
Οι επιχειρηματικοί όμιλοι θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να αξιοποιούν όλο το εύρος της δεξαμενής του εργατικού δυναμικού, ώστε να επιλέγουν αυτό που ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις τους, από την άποψη των δεξιοτήτων, της ευελιξίας, του χαμηλότερου «κόστους», πράγμα που έχει ως προϋπόθεση τη συμμετοχή των γυναικών σε αυτό. Ο στόχος της στρατηγικής «Ευρώπης 2020» είναι να φτάσει το ποσοστό απασχόλησης στο 75% για γυναίκες και άντρες. Για να πραγματοποιηθεί αυτός ο στόχος πρέπει να αυξηθεί η γυναικεία απασχόληση και ιδιαιτέρως η ευέλικτη γυναικεία απασχόληση, δηλαδή η απασχόληση με όλα τα είδη των συμβάσεων που αναφέραμε παραπάνω. Το 2015 το ποσοστό της γυναικείας απασχόλησης στην ΕΕ έφτανε περίπου στο 65%, πράγμα που σημαίνει ότι απέχει πολύ από το στόχο για 75%! Την ΕΕ την απασχολεί ιδιαίτερα η υστέρησή της όσον αφορά τη μέση γυναικεία απασχόληση σε σχέση με ανταγωνιστικές οικονομίες, όπως αυτές της Ιαπωνίας (με μέση γυναικεία απασχόληση 67,6%) και των ΗΠΑ (με αντίστοιχο ποσοστό 70,6%). Επίσης την απασχολεί η μεγάλη ανομοιομορφία στα ποσοστά της γυναικείας απασχόλησης ανάμεσα στα κράτη – μέλη της. Η «ψαλίδα» είναι σημαντική, καθώς η απασχόληση των γυναικών κινείται από 40% έως 75%, από χώρα σε χώρα.
Η προώθηση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων αποτελεί στρατηγική επιλογή για την ΕΕ και τις κυβερνήσεις, φυσικά και τις ελληνικές. Ακόμα περισσότερο η επιλογή αυτή αφορά τις γυναίκες που είναι σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό έξω από την παραγωγή. Γι αυτό ακόμα και την περίοδο της κρίσης οι θέσεις μερικής απασχόλησης αυξάνονταν συνεχώς. Παρά το γεγονός ότι η συνολική απασχόληση στην ΕΕ μειώθηκε από το 2008 μέχρι το 2010 και ο αριθμός των πλήρως απασχολούμενων συρρικνώθηκε κατά 6,2 εκατομμύρια, ο αριθμός των μερικώς απασχολούμενων αυξήθηκε κατά 1,1 εκατομμύρια. Η καπιταλιστική κρίση, που εκδηλώθηκε στις χώρες της ΕΕ και με ιδιαίτερη ένταση στην Ελλάδα, επιτάχυνε την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών και όξυνε την ανισοτιμία των γυναικών. Το χτύπημα εργατικών – λαϊκών δικαιωμάτων και κατακτήσεων είναι γενικό για όλους τους λαούς της ΕΕ. Η δοσολογία και ο χρόνος διαφέρει. Έτσι λοιπόν η Ελλάδα κατέχει για χρόνια στην ΕΕ τα σκήπτρα της γυναικείας ανεργίας (2016 27,2%). Στις χώρες όμως της ΕΕ που τα ποσοστά της γυναικείας ανεργίας είναι μικρά, όπως της Γερμανίας με 4,2% και της Ολλανδίας με 7,3%, όσο και της Μ. Βρετανίας με 5,1% έχουν ήδη κυριαρχήσει οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις και η μερική απασχόληση. Το ποσοστό της μερικής απασχόλησης στην Ολλανδία φτάνει στο 75%, στη Γερμανία το 47% και στη Μεγάλη Βρετανία το 41%. Αντίθετα στην Ελλάδα το ποσοστό της μερικής απασχόλησης (στο σύνολο της απασχόλησης) φτάνει μόλις το 9,3%. Το ποσοστό λοιπόν της ανεργίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με το ποσοστό της μερικής απασχόλησης στις χώρες της ΕΕ.
Επιπλέον η στρατηγική της ΕΕ θέλει τις γυναίκες να εργάζονται ως τα βαθιά γεράματα. Να αποτελούν «μηχανές κερδών» για τους εργοδότες καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους και όχι για ένα παραγωγικό διάστημα μόνο. Αυτό το ονομάζει η ΕΕ «ενεργό γήρανση» Γι αυτό και προωθείται σε όλα τα κράτη μέλη η πλήρης κατάργηση μειωμένων συνταξιοδοτικών ορίων για τις γυναίκες. Για να υλοποιηθεί ο στόχος της αύξησης της απασχόλησης των γυναικών πρέπει να μπουν στην παραγωγή μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες, αλλά και γυναίκες με αναπηρία, γυναίκες μονογονεϊκών οικογενειών. Τις θέλουν όμως πρόθυμες να ανταποκριθούν και στο ζήτημα της κινητικότητας. Έτοιμες να μετακινηθούν από κλάδο σε κλάδο, από πόλη σε πόλη, από χώρα σε χώρα.
Όχημα για να προωθηθούν η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία κλπ. σ’ ολόκληρη την ΕΕ είναι το ιδεολόγημα της «συμφιλίωσης οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων». Σύμφωνα μ’ αυτό οι γυναίκες θα δουλεύουν λίγες ώρες για να μπορούν να ανταποκριθούν στις οικογενειακές τους υποχρεώσεις. Δεδομένου ότι οι γυναίκες έχουν στις πλάτες τους την ευθύνη των παιδιών, των ηλικιωμένων, των ατόμων με ειδικές ανάγκες αυτού του είδους η απασχόληση έχει πλασαριστεί ως η «ενδεδειγμένη» για να μπορέσουν να συνδυάσουν μητρότητα και εργασία.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει την ανάπτυξη των υπηρεσιών και των δομών φροντίδας βρεφών και νηπίων στα κράτη – μέλη της ως τμήμα της «ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση». Γι αυτό εστιάζει κυρίως στην προσαρμογή της λειτουργίας των υπηρεσιών αυτών στις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις των εργαζόμενων γονιών και ιδιαίτερα των μητέρων, προκειμένου να έχουν αυτές τη δυνατότητα να «παρκάρουν» το παιδί τους για όσες ώρες δουλεύουν ώστε να είναι διαθέσιμες όποτε και για όσο διάστημα τις χρειάζεται ο εργοδότης. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στις χώρες με τα μεγαλύτερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στις γυναίκες, όπως είναι η Ολλανδία και η Βρετανία, η χρήση των υπηρεσιών φροντίδας βρεφών και νηπίων γίνεται με αντίστοιχα μειωμένο ωράριο. Επίσης η ΕΕ επιδιώκει να καλύψει ένα μέρος των αναγκών αυτών με υποβαθμισμένες υπηρεσίες φύλαξης μέσω της λεγόμενης «άτυπης μέριμνας». Μέσα δηλαδή από την ανάθεση της φροντίδας βρεφών και νηπίων σε προσωπικό που δε διαθέτει τις αντίστοιχες επιστημονικές γνώσεις και σπουδές, χωρίς να υπάρχουν οι απαιτούμενες υποδομές, στο πλαίσιο της «κοινωνικής οικονομίας», της δράσης των ΜΚΟ, των διαφόρων «εθελοντικών» και «φιλανθρωπικών» οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Γερμανία ο καθένας μπορεί να αναλάβει τη φροντίδα παιδιών, με μόνη προϋπόθεση την παρακολούθηση εκπαίδευσης διάρκειας 160 ωρών, η οποία καταλήγει στη χορήγηση ενός πιστοποιητικού.
Η έννοια της «ισότητας» χρησιμοποιείται από την ΕΕ και τις κυβερνήσεις με περιεχόμενο βαθιά αντιδραστικό. Στο όνομα της «ίσης μεταχείρισης» και των «ίσων ευκαιριών» για τα δύο φύλα, λαμβάνονται και εφαρμόζονται αντιλαϊκά, αντιδραστικά μέτρα που πλήττουν ιδιαίτερα τις γυναίκες αλλά και συνολικά τους εργαζόμενους, τη λαϊκή οικογένεια. Μετατρέπουν την «ισότητα» σε μοχλό πίεσης, σε πολιορκητικό κριό, προκειμένου να ισοπεδώσουν δικαιώματα και κατακτήσεις, αλλά και να πείσουν τις γυναίκες να συναινέσουν σ΄ αυτή την πολιτική.
Σ’ αυτά τα πλαίσια καταργήθηκε η πενταετής διαφορά στην ηλικία συνταξιοδότησης, ρύθμιση που αποτελούσε την ελάχιστη αναγνώριση των βιολογικών ιδιαιτεροτήτων και αναγκών των γυναικών και αποτελούσε ένα μικρό έστω αντιστάθμισμα απέναντι στις αρνητικές συνέπειες που έχει η ανισοτιμία, τα κοινωνικά και οικογενειακά βάρη που πολλαπλασιάζονται με την ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών, με την κατάργηση μιας σειράς εργατικών δικαιωμάτων.
Το εργασιακό τοπίο για τις γυναίκες στην Ελλάδα σήμερα
Η όλο και μεγαλύτερη κυριαρχία των ελαστικών μορφών εργασίας, οι πολύ χαμηλοί μισθοί και η συνεχής συμπίεσή τους, η μεγάλη ανεργία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που συνθέτουν το εργασιακό τοπίο για τις γυναίκες στην Ελλάδα.
Το ποσοστό των μερικά απασχολούμενων διπλασιάστηκαν στην Ελλάδα τα χρόνια της κρίσης. Ενώ το 2005 έφταναν στο 5% του συνόλου των εργαζομένων, το 2016 προσεγγίζουν το 10%. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους στο ΙΚΑ το ποσοστό αυτό φτάνει το 30%. Η μερική και η εκ περιτροπής απασχόληση κρατούν τα πρωτεία και έφθασαν στο 57,38% των νέων προσλήψεων το Νοέμβρη του 2016. Οι 6 λοιπόν στις 10 νέες προσλήψεις είναι ευέλικτης απασχόλησης, δηλαδή μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης. Την ίδια στιγμή το 60% περίπου των μερικά απασχολουμένων είναι γυναίκες. Στον κλάδο του εμπορίου οι 7 στις 10 μερικά απασχολούμενες είναι γυναίκες. Οι γυναίκες που εργάζονται με ευέλικτες σχέσεις εργασίας στερούνται μια σειρά επιδομάτων, τα οποία απαιτούν ορισμένο αριθμό ημερομισθίων (επίδομα γάμου, λοχείας, ασθένειας, ανεργίας κ.ά.). Αφού δουλεύουν για μισό μεροκάματο θα έχουν και μισό ένσημο. Την ίδια στιγμή οι εργοδότες μειώνουν το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» καταβάλλοντας χαμηλότερες εισφορές
Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν τη συνεχή επέκταση της «ευελιξίας» και ειδικά της μερικής απασχόλησης. Κόντρα στους ισχυρισμούς της κυβέρνησης για αύξηση της απασχόλησης, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι περνούν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης και στην πράξη δύο και τρεις μοιράζονται μεταξύ τους μια θέση πλήρους απασχόλησης.
Ενα άλλο σημαντικό στοιχείο που αναδεικνύει την προσωρινότητα της απασχόλησης, είτε αυτή αφορά σε πλήρη απασχόληση είτε σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, είναι η μεγάλη αύξηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου.
Μεγάλη αύξηση (87%) σημειώνουν και οι «οικειοθελείς» αποχωρήσεις (μια συγκαλυμμένη μορφή απολύσεων που εμφανίζει τους εργαζόμενους να αποχωρούν «οικειοθελώς» από τη δουλειά τους σε συνθήκες μεγάλης ανεργίας). Συγκεκριμένα, οι «οικειοθελείς» αποχωρήσεις από 35.648 το Νοέμβρη του 2013 έφθασαν τις 66.978 το Νοέμβρη του 2016.
Η εν λόγω «κινητικότητα» αποτυπώνει μια εφιαλτική πραγματικότητα για τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, μια διαρκή περιπλάνηση για ένα πολύ μεγάλο τμήμα τους, με βάση τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Η «κινητικότητα» αυτή κατοχυρώνεται από ολόκληρο το αντεργατικό οπλοστάσιο που έχουν θεσπίσει η σημερινή κυβέρνηση και οι προκάτοχοί της, ενώ ακριβώς την παραπέρα γενίκευσή της έρχονται να υπηρετήσουν τα παζάρια κυβέρνησης και κουαρτέτου, είτε με την παραπέρα «απελευθέρωση» των απολύσεων, είτε με την αύξηση της «ευελιξίας» στις συμβάσεις στο όνομα των «οικονομικών δυσχερειών» του κάθε επιχειρηματικού ομίλου. Εξάλλου ας μην ξεχνάμε ότι η «κινητικότητα» των εργαζομένων αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της ΕΕ, που όπως δείχνουν τα πράγματα υλοποιείται με τον καλύτερο τρόπο από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Ακόμα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το τρίτο τρίμηνο του 2016 επιβεβαιώνουν την εκτεταμένη υποαπασχόληση, αλλά και αναδεικνύουν πως ένα μεγάλο κομμάτι των απασχολουμένων υπεραπασχολείται. Δηλαδή, το 20% των μισθωτών δουλεύει μέχρι 24 ώρες και το 18% δουλεύει από 48 ώρες και πάνω. Πρόκειται για ένα τοπίο πλήρους ελαστικοποίησης, όπου οι επιχειρηματίες αυξάνουν και μειώνουν το ωράριο εργασίας όπως αυτοί θέλουν.
Η άλλη όψη του νομίσματος της εργασιακής ζούγκλας είναι η ανεργία. Γιγαντώθηκε στην κυριολεξία στα χρόνια της κρίσης και παραμένει ιδιαίτερα υψηλή. 1,1 εκατ. είναι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι άνεργοι και μόνο το 11% απ’ αυτούς παίρνει επίδομα ανεργίας. Το ποσοστό της γυναικείας ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να σπάει το ευρωπαϊκό ρεκόρ φτάνοντας στο 27,2%, ενώ για τις νέες γυναίκες ηλικίας 15-24% στο 46,9%. Πάνω από το 65% των μακροχρόνια άνεργων είναι γυναίκες.
Η κατάργηση των κλαδικών ΣΣΕ ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση μιας σειράς κατακτημένων δικαιωμάτων που αφορούν τη μητρότητα και γενικότερα θετικές ρυθμίσεις υπέρ των γυναικών (π.χ. μειωμένο ωράριο για νέες μητέρες, άρση προστατευτικών ρυθμίσεων των γυναικών από τη σεξουαλική παρενόχληση, άδειες για μονογονεϊκές οικογένειες, κλπ.).
Η δραματική μείωση των μισθών με αφετηρία το πετσόκομμα των κατώτατων μισθών το 2012 και σε συνδυασμό με το χτύπημα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την επέκταση της μερικής απασχόλησης είναι η πραγματικότητα για τις εργαζόμενες. Με τους πενιχρούς μισθούς τους πρέπει να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες της οικογένειας, να πληρώσουν λογαριασμούς, φροντιστήρια, γιατρούς, την εφορία και τις τράπεζες.
Χιλιάδες εργαζόμενες έχουν ν’ αντιμετωπίσουν την απληρωσιά. Με το πρόσχημα της κρίσης οι επιχειρήσεις για μήνες ολόκληρους αφήνουν απλήρωτους τους εργαζόμενους. Στον τουρισμό και επισιτισμό, στις επιχειρήσεις καθαρισμού, στις ιδιωτικές κλινικές, στο εμπόριο, σε κλάδους δηλαδή που είναι ψηλά τα ποσοστά του γυναικείου εργατικού δυναμικού συναντάμε τα μεγαλύτερα ποσοστά απληρωσιάς. Μαζικά πολλές επιχειρήσεις έχουν αντικαταστήσει το μισθό ή μέρος του με κουπόνια. Μ΄αυτό τον τρόπο ένα μέρος του μισθού παραμένει μαύρο και αδήλωτο και έτσι μειώνεται το «μη μισθολογικό κόστος» για τους εργοδότες, το ποσό δηλαδή των ασφαλιστικών εισφορών.
Απλήρωτοι, για πολλούς μήνες σε κάποιες περιπτώσεις, δουλεύουν και οι εργαζόμενοι και εργαζόμενες «κοινωφελούς εργασίας» των δήμων, ή οι εργαζόμενοι με voucher των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ. Στα προγράμματα αυτά υπάρχει συντριπτική υπεροχή των γυναικών που φτάνουν μέχρι και στο 70% των συμμετεχόντων σ’ αυτά, που ονομάζονται «ωφελούμενοι» και γι αυτό δεν έχουν και κανένα εργατικό δικαίωμα. Εργαζόμενες εκτεθειμένες σε επαγγελματικούς κινδύνους, χωρίς μέτρα για την ασφάλεια και την προστασία της υγείας τους, χωρίς κανένα δικαίωμα σε άδειες και επιδόματα. Και βέβαια χωρίς δικαίωμα να απεργήσουν. Τα προγράμματα αυτά στην πράξη ανακυκλώνουν την ανεργία και ταυτόχρονα λειτουργούν ως πολιορκητικός κριός για τα δικαιώματα των εργαζομένων, συμπιέζοντας προς τα κάτω μισθούς και μεροκάματα, ξηλώνοντας κατακτήσεις, γενικεύοντας τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις. Επιπλέον κόμματα, κυβερνήσεις και τοπικές διοικήσεις κρατούν «ομήρους» τους εργαζόμενους πατώντας στην αγωνία τους για το μεροκάματο.
Μέσα στην κρίση υπάρχουν κλάδοι όπως το εμπόριο, με μεγάλη γυναικεία συμμετοχή, όπου κατά κύριο λόγο οι εργαζόμενες γυναίκες χάνουν τη δουλειά του λόγω απόλυσης, ενώ οι άνδρες εμποροϋπάλληλοι όταν κλείνει η επιχείρηση. Αυτό αποδεικνύει ότι οι γυναίκες είναι τα πρώτα θύματα της εργοδοσίας καθώς η μητρότητα σημαίνει κόστος γι αυτούς και θέλουν να απαλλαγούν πάση θυσία απ’ αυτή. Στον ίδιο κλάδο απασχολούνται και πολλές νέες γυναίκες κάτω των 25, με εξαιρετικά χαμηλό μισθό, και απολύονται αμέσως μόλις ξεπεράσουν αυτή την ηλικία. Ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων του κλάδου έχει ιδιαίτερα αυξηθεί με τη γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, την κατάργηση της κλαδικής σύμβασης του εμπορίου, την επέκταση της εργάσιμης ημέρας, την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας, άλλων επίσημων αργιών (2η μέρα της Πρωτοχρονιάς, Καθαρή Δευτέρα), την υπερεντατικοποίηση της εργασίας. Η εντατικοποίηση οδηγεί πολλές εργαζόμενες στην εξάντληση, προκαλεί εργατικά ατυχήματα, αλλά και αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των εργαζομένων με έξαρση στα μυοσκελετικά προβλήματα.
Δουλεμπορικά
Πολλές εργαζόμενες ψάχνουν δουλειά μέσω των «δουλεμπορικών γραφείων», των επιχειρήσεων που «ενοικιάζουν» εργαζόμενους σε άλλες επιχειρήσεις. Οι όροι και οι συνθήκες είναι εξουθενωτικοί για αυτές : είναι δουλειά χωρίς σταθερό ωράριο, χωρίς σταθερές μέρες εργασίας και συχνά χωρίς καν σταθερό αντικείμενο εργασίας Όσες εργάζονται μέσω αυτών των γραφείων βρίσκονται “όμηροι”, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, χωρίς να μπορούν να σχεδιάσουν τη ζωή τους. Τα μεροκάματα που δεν υπολογίζουν υπερωρίες, νυχτερινά και Σαββατοκύριακα κυμαίνονται ελάχιστα ευρώ την ώρα. Εξοντωτική δουλειά για ένα μεροκάματο πείνας, χωρίς δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα, χωρίς επίδομα αδείας και χωρίς τη δυνατότητα να μπει κάποιος στο Ταμείο ανεργίας μόλις απολυθεί.
Με τα δουλεμπορικά, αλλιώς τα «γραφεία ευρέσεως εργασίας» που με πρόσφατο νόμο απελευθέρωσε περαιτέρω η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η εργοδοσία προσπαθεί να παρακάμψει τα συγκροτημένα εργασιακά δικαιώματα που με αγώνα κατοχυρώθηκαν στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας
Οι επιπτώσεις της υπογραφής ατομικών συμβάσεων δεν περιορίζονται μόνο στη μείωση στο μεροκάματο και κατ’ επέκταση στο συντάξιμο μισθό των γυναικών. Η εξάπλωση των ατομικών συμβάσεων οδηγεί στην κατάργηση θετικών ρυθμίσεων και παροχών που περιέχονταν στις κλαδικές συμβάσεις. Για παράδειγμα στον κλάδο του Επισιτισμού – Τουρισμού, που τα τελευταία χρόνια έχει σημαντική κερδοφορία, η πλειοψηφία των γυναικών εργάζεται σε βαριές και δύσκολες ειδικότητες που δεν απαιτούν ιδιαίτερη ειδίκευση. Οι εργαζόμενες «νοικιάζονται» σε ξενοδοχεία μέσω δουλεμπορικών γραφείων για διάφορες θέσεις εργασίας (καμαριέρες, καθαρίστριες, λαντζέρες). Οι περισσότερες από αυτές παίρνουν το κατώτερο βασικό μισθό (586 ευρώ) και όχι αυτόν της σύμβασης και ελάχιστες παίρνουν τα επιδόματα γάμου, αργιών και νυχτερινών. Δουλεύουν πότε στον ένα και πότε στον άλλο ξενοδόχο με βάση και τις συμφωνίες του «γραφείου ενοικιάσεως εργαζομένων», χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα, έχοντας τις μόνιμα σε καθεστώς ομηρίας, αξιοποιώντας τες ακόμα και σαν απεργοσπαστικό μηχανισμό.
Με την κατάργηση της υποχρεωτικότητας των ΣΣΕ, την καθιέρωση των ατομικών συμβάσεων, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων καλλιεργείται η μοιρολατρία, η απογοήτευση, ο συμβιβασμός, ιδιαίτερα στις γυναίκες εργαζόμενες που δεν έχουν πείρα από συνδικαλιστική δράση.
Υγεία και Ασφάλεια
Η εργοδοτική τρομοκρατία μ’ όλες της τις μορφές και η εντατικοποίηση της εργασίας αποτελούν επιβαρυντικούς παράγοντες για την ψυχική και σωματική υγεία των γυναικών. Τα κυκλικά ωράρια και η νυχτερινή εργασία των γυναικών, που η απαγόρευσή της άρθηκε στο όνομα της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένες οι γυναίκες εργαζόμενες.
Η επιβάρυνση της υγείας των εργαζομένων γυναικών από χημικούς, φυσικούς, βιολογικούς ή οργανωτικούς παράγοντες επαγγελματικού κινδύνου δεν είναι αναπόφευκτη ούτε είναι δική τους ατομική ευθύνη, αλλά ευθύνη του εργοδότη. Αυτοί λοιπόν δεν παίρνουν αποτελεσματικά μέτρα προστασίας της υγείας και της ασφάλειας γιατί τα θεωρούν περιττά έξοδα, εμπόδιο στην κερδοφορία τους και την ανταγωνιστικότητα τους.
Στους χώρους εργασίας υπάρχουν βλαπτικοί παράγοντες που επιδρούν στην αναπαραγωγική υγεία των γυναικών σε όλα τα στάδια της, από τη δυνατότητα σύλληψης, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, ως το θηλασμό και τη λοχεία.
Η στρατηγική της ΕΕ και των κυβερνήσεων έτσι ώστε να γίνουν πιο φθηνές και ευέλικτες οι εργαζόμενες για τους επιχειρηματίες έρχονται να πολλαπλασιάσουν τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλειά τους. Οι ελαστικές σχέσεις και τα ωράρια εργασίας, οι υπερεγολαβίες, οι ενοικιαζόμενες, η μαθητεία είναι παράγοντες που είναι συνδεδεμένοι με την επιβάρυνση της υγείας, την αύξηση των δεικτών συχνότητας και βαρύτητας των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών. Πρόκειται για σχέσεις εργασίας που εξαφανίζουν τον ελεύθερο χρόνο και εντείνουν την ανασφάλεια των εργαζομένων που συχνά εναλλάσσουν τις θέσεις εργασίας με την ανεργία ή την υποαπασχόληση. Επιπλέον με την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης καταδικάζουν ηλικιωμένες εργαζόμενες σε ακόμα περισσότερα χρόνια έκθεσης σε επαγγελματικούς κινδύνους. Ταυτόχρονα η κατάργηση των ΒΑΕ σημαίνει στην ουσία κατάργηση της ελάχιστης προστασίας από την πρόωρη φθορά και γήρανση εργαζομένων που δουλεύουν σε ιδιαίτερα κακές συνθήκες εργασίας (πχ. Κομμώτριες, εργαζόμενες στην υγεία κλπ.)
Κοινωνική Ασφάλιση
Οι νόμοι που κατεδάφισαν την κοινωνική ασφάλιση έχουν πρώτα θύματά τους τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις μητέρες με ανήλικα παιδιά που αν και είχαν τα απαραίτητα ένσημα είδαν το όριο συνταξιοδότησης να ανεβαίνει στα 67 χρόνια. Πώς να μπορέσουν οι γυναίκες να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα αυξημένα ένσημα για να βγουν στη σύνταξη όταν πολλές απ’ αυτές αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη δουλειά για κάποια χρόνια για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους ; Εφιάλτης είναι βέβαια οι αντιασφαλιστικοί νόμοι και για τις νέες γυναίκες που παραμένουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα άνεργες, καταδικασμένες στην ευέλικτη απασχόληση και στα απάνθρωπα προγράμματα προσωρινής και ανασφάλιστης δουλειάς.
Οι συνταξιούχοι βλέπουν για πολλοστή φορά το πετσόκομμα των συντάξεών τους, ενώ το οριστικό κόψιμο του ΕΚΑΣ έχει μπει στην τελική ευθεία και έχει πρώτα θύματα του τις γυναίκες συνταξιούχους. Η απαλλαγή του κράτους και της εργοδοσίας από την κοινωνική ασφάλιση υλοποιείται κατά γράμμα και σύμφωνα με τις επιταγές της ΕΕ και τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων.
Εργαζόμενες με μπλοκάκι
Χιλιάδες γυναίκες μισθωτοί εργάζονται με μπλοκάκι, πράγμα που σημαίνει ότι εμφανίζονται ως ελεύθεροι επαγγελματίες ενώ στην πραγματικότητα έχουν εξαρτημένη σχέση εργασίας. Με αυτό το καθεστώς οι εργαζόμενες επωμίζονται οι ίδιες την πληρωμή των ασφαλιστικών τους εισφορών. Λόγω δε του υπέρογκου ύψους τους πολύ μεγάλο ποσοστό αυτών των εργαζομένων είναι ανασφάλιστοι (πχ. 60% των μηχανικών). Μια σειρά δικαιώματα που προβλέπονται από την εργατική νομοθεσία δεν ισχύουν για τις εργαζόμενες με μπλοκάκι, που τις εμφανίζουν οι εργοδότες ως «εξωτερικούς συνεργάτες». Δεν δικαιούνται άδειες , αποζημίωση απόλυσης, πληρωμή υπερωριών, επίδομα ανεργίας.
Για τις μητέρες τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα. Δεν δικαιούνται άδεια μητρότητας, επιδόματα, μέτρα ασφάλειας για τις έγκυες, τις λεχώνες, τις γαλουχούσες κλπ. Πρέπει να βάζουν βαθειά το χέρι στην τσέπη για τις απαιτούμενες προληπτικές εξετάσεις και φάρμακα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και μετά, για την περίθαλψη του εμβρύου.
Η τυπική νομοθετική απαγόρευση απόλυσης εργαζομένης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και για ένα χρόνο μετά τον τοκετό, ή και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα όταν η εργαζόμενη απουσιάζει λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή στον τοκετό καθώς και η απαγόρευση μεταβολής δυσμενώς των όρων εργασίας εγκύου ή γυναίκας που απουσιάζει με άδεια μητρότητας δεν τηρούνται. Πολλές εργαζόμενες με μπλοκάκι απολύονται όταν μείνουν έγκυες χωρίς βέβαια αποζημίωση ή υποχρεώνονται να κάνουν έκτρωση για να μη χάσουν τη δουλειά τους.
Τελευταίες εξελίξεις κλιμακώνουν την επίθεση στα δικαιώματα τους. Οι μεγαλοεργοδότες προωθούν συμβάσεις γι αυτούς τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες με τις οποίες τους ζητάνε εκβιαστικά να υπογράψουν δήλωση ότι δε θεωρούν τον εαυτό τους υπάλληλο του ομίλου. Θα αναλάβουν οι ίδιοι τα έξοδα στην περίπτωση που χρειαστεί να ταξιδέψουν στο εξωτερικό για λογαριασμό της εταιρείας (ασφάλιση υγείας, βίζα κλπ). Θα υποχρεώνονται να ασφαλίζουν οι ίδιοι τη δουλειά τους σε περίπτωση «απώλειας, ευθύνης, εξόδων, ζημίες ή δαπανών που προκύπτουν»
Αυταπασχολούμενες
Εκτός όμως από τις κατ’ επίφαση αυταπασχολούμενες, δηλαδή τις εργαζόμενες μισθωτές με μπλοκάκι, υπάρχουν και οι πραγματικά αυταπασχολούμενες. Αυτές που διατηρούν ένα εμπορικό κατάστημα, ένα κομμωτήριο, ένα μοδιστράδικο, μία μικρή επιχείρηση επισιτισμού, αλλά και οι λογίστριες, οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί. Η κρίση οδήγησε σε μαρασμό πολλές αυταπασχολούμενες.
200.000 εμποροβιοτέχνες έβαλαν λουκέτο τα χρόνια της κρίσης. Ο ανταγωνισμός πετάει απ’ έξω τους μικρούς και οι αυταπασχολούμενες αναγκάζονται να εντατικοποιήσουν τη δουλειά τους με την ελπίδα ότι θα επιζήσουν. Η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και η αναδουλειά τις οδηγεί να παρατείνουν το ωράριο και να παίρνουν μέρος σε πρωτοβουλίες όπως οι «Λευκές Νύχτες». Όμως καμία διεύρυνση ωραρίου δεν έσωσε κανέναν. Αντίθετα όλες οι ρυθμίσεις, όλων των κυβερνήσεων για την αύξηση των ωρών και των ημερών λειτουργίας των καταστημάτων εκμεταλλεύονται τη μεγάλη ανάγκη που έχουν όλοι και όλες οι αυταπασχολούμενοι ακόμα και για το τελευταίο ευρώ. Ομως, στην πράξη οδηγούν να μοιράζεται η αγορά σε όλο και λιγότερους και να μεγαλώνει το μερίδιο των πολυκαταστημάτων και των μεγαλεμπόρων σε βάρος τους.
Δεν υπάρχει καμία που να μην κάνει τον λογαριασμό στο τέλος του μήνα πως θα τα φέρει βόλτα, με την αναδουλειά, με τους ατέλειωτους φόρους, τα χαράτσια, τον ΕΝΦΙΑ. Δόσεις για τα χρέη στην εφορία και στα ασφαλιστικά ταμεία, ρύθμιση των κόκκινων δανείων στις τράπεζες. Στην ημερήσια διάταξη οι κάθε είδους απειλές για κατασχέσεις και πλειστηριασμούς. Τα γνωστά ραβασάκια του ΚΕΑΟ και της εφορίας είναι στα χέρια χιλιάδων α/α.
Παράλληλα η ΕΕ οι κυβερνήσεις και τα κόμματα που υιοθετούν τη στρατηγική της αλλά και η ΓΕΣΕΒΕ, υπεύθυνοι για την κατάσταση που βιώνουν οι α/α προσπαθούν να εγκλωβίσουν τη συνείδηση τους μακριά από τις πραγματικές αιτίες των προβλημάτων, καλλιεργούν αυταπάτες ότι μια μικρή επιχείρηση μπορεί να επιβιώσει στις συνθήκες του ανταγωνισμού με τα μονοπώλια. Όλοι αυτοί προβάλουν συστηματικά την γυναικεία επιχειρηματικότητα. Κάτω από τον τίτλο αυτό τοποθετούν όλες τις επιχειρήσεις γυναίκειας ιδιοκτησίας ανεξαρτήτως μεγέθους, μικρομάγαζα και μονοπωλιακούς ομίλους με γυναίκες μεγαλομετόχους και διευθύντριες. Προβάλουν ως πρότυπα στις γυναίκες της καθημερινής βιοπάλης τις ιδιοκτήτριες καπιταλιστικών επιχειρήσεων και επιδιώκουν να τις πείσουν πως μπορούν τάχα και αυτές να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο Παράλληλα με διάφορα προγράμματα για την ανάπτυξη της γυναικείας επιχειρηματικότητας, με μικροεπιδοτήσεις δηλαδή για την αυτοαπασχόληση άνεργων γυναικών στόχο έχουν να συγκαλύψουν τα ποσοστά της ανεργίας των γυναικών. Προτείνουν στις γυναίκες να ανοίξουν μια μικρή επιχείρηση που όμως αργά ή γρήγορα θα έρθει αντιμέτωπη με δυσκολίες να ανταπεξέλθει στα έξοδα της, ενώ δε θα αποφέρει ένα ικανοποιητικό εισόδημα και κατά πάσα πιθανότητα θα τις φέρει πάλι μπροστά στο πρόβλημα της ανεργίας.
Με πολλά κοινά στοιχεία προβάλλεται και η «κοινωνική οικονομία» από τη σημερινή και τις προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά και από την ίδια την ΕΕ, που απευθύνεται ιδιαίτερα στις γυναίκες είτε ως αποδέκτες κοινωνικών υπηρεσιών είτε ως εργαζόμενες. Ως αποδέκτες κοινωνικών υπηρεσιών που έχουν ιδιαίτερες ανάγκες για να καλύψουν τη φροντίδα μικρών παιδιών, ηλικιωμένων, ΑμΕΑ οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας παρουσιάζονται ως μια λύση αφού οι ιδιωτικές επιχειρήσεις είναι πολύ ακριβές για τις άνεργες και τις εργαζόμενες γυναίκες, ενώ οι κρατικές έχουν συρρικνωθεί ή είναι εντελώς ανύπαρκτες. Στις χιλιάδες άνεργες από την άλλη προτείνει το δρόμο της «κοινωνικής επιχειρηματικότητας», την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως έναν τομέα που «ταιριάζει» στις «ικανότητες», στο αίσθημα αλληλεγγύης και τις «ευαισθησίες» των γυναικών. Οι αναφορές αυτές στόχο έχουν να καλλιεργήσουν αυταπάτες ότι μπορούν τάχα οι γυναίκες της λαϊκής οικογένειας να γίνουν επιχειρηματίες και παράλληλα να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτό που τους προτείνουν είναι να προσπαθήσουν να επιβιώσουν όπως όπως, σε κακοπληρωμένες και ανασφάλιστες θέσεις εργασίας, εμπορευόμενες τις λαϊκές ανάγκες για κοινωνικές υπηρεσίες και παρέχοντας υποβαθμισμένες υπηρεσίες. Την ίδια στιγμή, επιδιώκουν να αντικαταστήσουν τα συλλογικά εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα με την ατομική ή οικογενειακή υποχρέωση και ευθύνη. Μέσα στη λαϊκή οικογένεια, αυτό σημαίνει ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση της γυναίκας .
Αγρότισσες
Οι γυναίκες της υπαίθρου, στην πλειοψηφία τους αγρότισσες και εργάτριες γης, αλλά και άνεργες ή συμβοηθούντα μέλη είναι τα μεγαλύτερα θύματα της αντιαγροτικής – αντιασφαλιστικής πολιτικής που έχει τη σφραγίδα της ΕΕ, της ΚΑΠ, της κυβέρνησης και των επιχειρηματικών ομίλων. Η πολιτική αυτή έχει στόχο τη συγκέντρωση της γης σε λίγα χέρια.
Η αγρότισσα βλέπει τη ζωή της να χειροτερεύει χρόνο το χρόνο. Ανασφάλιστη αφού τα χρήματα δεν φτάνουν για να ασφαλιστεί και απομένει χωρίς ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ η σύνταξη παραμένει ένα άπιαστο όνειρο. Οι φόροι, τα χαράτσια, τα χρέη στο ασφαλιστικό ταμείο και τις τράπεζες, οι απλήρωτες σοδειές, η χαμηλές τιμές, η αύξηση του κόστους παραγωγής, οι περικοπές στις επιδοτήσεις συνιστούν ένα εφιαλτικό σκηνικό για την αγροτική οικογένεια.
Και η γυναίκα της υπαίθρου έχει να αντιμετωπίσει ένα σκληρό κοινωνικό αποκλεισμό, τεράστιες ελλείψεις στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, ανύπαρκτη κοινωνική μέριμνα και με τη φροντίδα της οικογένειας, του νοικοκυριού, των παιδιών και των ηλικιωμένων στις πλάτες της. Αυτή η γυναίκα καταδικάζεται να πάρει σύνταξη μετά από 45 χρόνια ασφάλισης
Οι κλειστές και σε κάποιες περιπτώσεις και αναχρονιστικές κοινωνίες της υπαίθρου καθιστούν απαγορευτική τη συλλογική δράση των γυναικών. Δεν υπάρχει διέξοδος γι αυτές ή μια ανάσα πολιτισμού και ψυχαγωγίας.
Οι εργαζόμενες γυναίκες, που αντιμετωπίζουν τις απολύσεις, την ανεργία, τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, τη μαύρη ανασφάλιστη εργασία, την απληρωσιά, την εργοδοτική τρομοκρατία, την εργασιακή ανασφάλεια, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, την αύξηση των φόρων και των χαρατσιών είναι πιο ευάλωτες στην αναδίπλωση, στην υποχώρηση, στις απαιτήσεις της εργοδοσίας. Είναι πιο φοβισμένες και τρομοκρατημένες και αυτό τις κρατάει καταρχήν μακριά από τη συλλογική δράση. Ένα πολύ μικρό ποσοστό γυναικών είναι οργανωμένες στα σωματεία τους και πολύ λιγότερες είναι μέλη στις διοικήσεις των σωματείων. Η γυναικεία συμμετοχή στο κίνημα είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες.
Σήμερα όμως περισσότερο από ποτέ χρειάζεται ο οργανωμένος και συλλογικός αγώνας των εργαζομένων μέσα από τα σωματεία τους , μέσα από το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα, την ΟΓΕ. Πρέπει να βρούμε τρόπους για να φτάσει στις γυναίκες το μήνυμά μας : ατομική λύση δεν υπάρχει, ατομικά δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τις συνέπειες του εργασιακού μεσαίωνα, και τη θύελλα των αντεργατικών μέτρων.
Η ΟΓΕ μπορεί να μπολιάσει τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις εργαζόμενες, με την αξία της συλλογικής δράσης, της αγωνιστικής στάσης ζωής, της διεκδίκησης για όλα αυτά που τους ανήκουν και τους τα στερούν ΕΕ και κυβερνήσεις. Να αποκαλύψει πως χρησιμοποιείται σήμερα η ισότητα ως πρόσχημα όχι μόνο για να παρθούν πίσω θετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν τις εργαζόμενες, αλλά και για να επιδεινωθεί συνολικά η ζωή των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Να συνειδητοποιήσουν τον πραγματικό τους αντίπαλο, τους επιχειρηματικούς ομίλους που κερδίζουν διπλά και τρίδιπλα από την εκμετάλλευση της εργατικής τους δύναμης.
Η ΟΓΕ μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά για να ενταχθεί η γυναίκα του καθημερινού μόχθου στον αγώνα ενάντια στο αντεργατικό-αντιλαϊκό πλαίσιο, για την ανάκτηση των απωλειών του λαού όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Να βγει μπροστά η γυναίκα στον αγώνα για μια ζωή χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Για μια κοινωνία που θα εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις έτσι ώστε οι γυναίκες να συμμετέχουν στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα ισότιμα με τους άνδρες.
Διεκδικούμε την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών μας για :
- Μονιμη και σταθερή εργασία για όλες τις γυναίκες με όλα τα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα
- Κατάργηση των νόμων που προωθούν τις ελαστικές εργασιακές σχέσεις
- Πλήρη ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα
- Επαναφορά της 5ετούς διαφορά στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης
- Πρόωρη συνταξιοδότηση στις εργαζόμενες σε Βαρέα και Ανθυγιεινά Επαγγέλματα
- Πρόωρη συνταξιοδότηση στις ασφαλισμένες με ανήλικα παιδιά
- Κάλυψη των ασφαλιστικών ταμείων από το κράτος και την εργοδοσία
- Να μην καταργηθεί η Κυριακάτικη αργία