Η «καταρχήν συμφωνία» κυβέρνησης και κουαρτέτου στο πρόσφατο Γιούρογκρουπ και η επιστροφή των «κλιμακίων» τις επόμενες μέρες σηματοδοτούν τον νέο κύκλο αντιλαϊκής επίθεσης προς όφελος του κεφαλαίου, στην πρώτη γραμμή του οποίου βρίσκεται η νέα επίθεση στα ασφαλιστικά και εργασιακά δικαιώματα.Πριν ακόμα ο νόμος – λαιμητόμος τεθεί σε πλήρη εφαρμογή, ο οποίος υποτίθεται ότι «έκλεινε οριστικά» το Ασφαλιστικό, αυτό «ανοίγει» ξανά. Πριν οι συνταξιούχοι νιώσουν στο πετσί τους το σύνολο των ανατροπών και των περικοπών που επιβάλλει ο νόμος αυτός – οι οποίες μαζί με την αύξηση των εισφορών των ασφαλισμένων και μόλις στην πρώτη τετραετία εφαρμογής του (2016 – 2019) ξεπερνούν τα 8 δισ. ευρώ, πριν ακόμα οι νέοι συνταξιούχοι, που υπέβαλαν αίτηση συνταξιοδότησης μετά τις 12/5/2016, «καταλάβουν» το μέγεθος των μειώσεων στις συντάξεις τους, πριν ακόμα διαφανούν στο σύνολό τους οι αρνητικές συνέπειες και για άλλες παροχές (στον κλάδο της Πρόνοιας, της αναπηρίας, στις παροχές Υγείας), η κυβέρνηση συμφώνησε να προνομοθετήσει νέα μόνιμα μέτρα σε βάρος εργαζομένων και συνταξιούχων, τα οποία θα τεθούν σε εφαρμογή μετά την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου…
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές (και το… «καλό σενάριο»), οι νέες περικοπές στο Ασφαλιστικό υπολογίζονται στο 0,75% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Στην πρώτη γραμμή του τσεκουρώματος μπαίνει η λεγόμενη «προσωπική διαφορά», δηλαδή το ποσό που σύμφωνα με την κυβέρνηση θα συνεχιζόταν να καταβάλλεται σε όσους είναι ήδη συνταξιούχοι, για να καλύψει τη διαφορά ανάμεσα στη σύνταξή τους και τη νέα χαμηλότερη σύνταξη που προκύπτει από τον επανυπολογισμό με βάση το νέο νόμο. Από αυτήν τη νέα αντιασφαλιστική παρέμβαση, υπολογίζεται ότι πλήττονται περίπου 1,4 εκατομμύρια συνταξιούχοι, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, νομοθετώντας την «προσωπική διαφορά», «έσκιζε τα ρούχα της» ότι δεν πρόκειται να την αγγίξει και ότι οι κύριες συντάξεις δεν πρόκειται να μειωθούν.
Τώρα, αποδεικνύεται ότι οι… «δεσμεύσεις» αυτές ήταν ένας ακόμα ελιγμός της κυβέρνησης για να περάσει ο νόμος – λαιμητόμος.
Να σημειωθεί, μάλιστα, ότι τον περασμένο Μάη, τη στιγμή δηλαδή που ψήφιζε την άμεση περικοπή επικουρικών συντάξεων σε πάνω από 250.000 συνταξιούχους, τη σταδιακή περικοπή μέχρι την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ, αντίστοιχες περικοπές στα εφάπαξ και στα μερίσματα των δημοσίων υπαλλήλων, η κυβέρνηση παρουσίαζε ως… «αντιστάθμισμα» τον ισχυρισμό ότι «έσωσε τις κύριες συντάξεις»!
Ετσι και τώρα, ενόψει των νέων περικοπών στις κύριες συντάξεις που… «έσωσε» τον περασμένο Μάη, η κυβέρνηση υπόσχεται ως «αντιστάθμισμα» μειώσεις στον ΕΝΦΙΑ ή σε άλλα χαράτσια. Το προπαγανδιστικό παραμύθι επαναλαμβάνεται, για να περνά με τις λιγότερες δυνατές λαϊκές αντιδράσεις η αντιλαϊκή επίθεση…
Στην πραγματικότητα, βέβαια, από την ψήφιση του νόμου – λαιμητόμου ο σχεδιασμός της κυβέρνησης ήταν φανερός, αφού με τον επανυπολογισμό όλων των καταβαλλόμενων συντάξεων έμπαιναν τα θεμέλια γι’ αυτό που γίνεται σήμερα.
Οι νέες μειώσεις δεν είναι αποτέλεσμα των παράλογων αξιώσεων των δανειστών, αλλά ένα συγκεκριμένο σχέδιο που υπακούει στη στρατηγική του κεφαλαίου και της ΕΕ, που θεωρεί την Κοινωνική Ασφάλιση «κόστος» για την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων και τα δημοσιονομικά του αστικού κράτους, βαρίδι για τη δυνατότητα ακόμα μεγαλύτερης κρατικής στήριξης των κερδών και της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων.
Γι’ αυτό, άλλωστε, η μία περικοπή διαδέχεται την άλλη. Γι’ αυτό ήδη πολλά χρόνια πριν εκδηλωθεί η καπιταλιστική κρίση, ο ένας αντιασφαλιστικός νόμος διαδέχεται τον άλλο, στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ.
Γι’ αυτό το Ασφαλιστικό δεν «κλείνει», αλλά παραμένει σταθερά ανοιχτό, αφού είναι σταθερή η στρατηγική της ΕΕ και όλων των αστικών κυβερνήσεων για περιστολή των δαπανών στην Ασφάλιση, για μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους».
Εδώ βρίσκεται το κλειδί κατανόησης των συνεχών και αλλεπάλληλων ανατροπών στην Κοινωνική Ασφάλιση, αυτή είναι η ταξική τους ουσία.
Από την πρώτη στιγμή που άνοιξε η συζήτηση για τις νέες ανατροπές στα Εργασιακά, με τα σχετικά αντιλαϊκά παζάρια να περιλαμβάνουν νέα αντεργατικά μέτρα για τις ομαδικές απολύσεις, το συνδικαλιστικό νόμο κ.ά., το βασικό προπαγανδιστικό χαρτί της κυβέρνησης ήταν η «επιστροφή στην κανονικότητα» και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», το οποίο, όπως η ίδια ισχυρίζεται, παραβιάζεται στην Ελλάδα.
Τι εννοούν όμως τα κυβερνητικά στελέχη όταν μιλάνε για «επιστροφή στην κανονικότητα»;
Εννοούν, μήπως, την κατάργηση της περιβόητης Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ) αριθμός 6 του 2012, και όλους τους αντεργατικούς νόμους που ακολούθησαν; Εννοούν την επαναφορά σε ισχύ της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του 2012 που καταργήθηκε με την ΠΥΣ και την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ μεικτά; Σημαίνει, μήπως, η «επαναφορά στην κανονικότητα» την κατάργηση του αίσχους του «υπο-κατώτερου» μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών και της διάκρισης που υφίστανται, μόνο και μόνο γιατί είναι νέοι;
Σημαίνει, μήπως, επαναφορά των συλλογικών κλαδικών συμβάσεων, όπως ίσχυαν πριν την ΠΥΣ, την υποχρεωτικότητά τους σε κάθε κλάδο και επάγγελμα, μαζί με την επεκτασιμότητα και την αρχή της ευνοϊκότερης σύμβασης για κάθε εργαζόμενο; Μήπως εννοούν την κατάργηση του καθεστώτος των επιχειρησιακών συμβάσεων που συμπιέζουν τους μισθούς των εργαζομένων και «άνθισαν» σαν δηλητηριώδη μανιτάρια μέσα στο θερμοκήπιο της ΠΥΣ και των εργοδοτικών «Ενώσεων Προσώπων», οι οποίες έγιναν όπλα στα χέρια της εργοδοσίας, παραμερίζοντας τα συνδικάτα; Σημαίνει, μήπως, τον περιορισμό της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας, της προσωρινότητας στην απασχόληση, την κατάργηση τέτοιων μορφών όπως η «ενοικίαση εργαζομένων» μέσω των «δουλεμπορικών»;
Ρητορικά τα ερωτήματα. Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω συστατικά στοιχεία της εργασιακής ζούγκλας που βιώνουν οι εργαζόμενοι αποτελούν εφαρμογή του περιβόητου «ευρωπαϊκού κεκτημένου», είναι η «κανονικότητα» που επικρατεί και ενισχύεται σε όλη την ΕΕ, ακριβώς γιατί αυτό υπαγορεύουν τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων, η πολιτική που υπερασπίζεται τα κέρδη τους και την ανταγωνιστικότητά τους.
Ακριβώς γι’ αυτό, την ίδια ώρα που αναμασά τα παραμύθια περί «επιστροφής στην κανονικότητα», η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ διατηρεί στο ακέραιο το αντεργατικό νομοθετικό πλαίσιο των προκατόχων της, το ενισχύει με παρεμβάσεις, όπως νομοθετική ρύθμιση για την παραπέρα ενίσχυση των «δουλεμπορικών» γραφείων, με την παραπέρα γενίκευση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο και όχι μόνο, με εργαλεία όπως τα προγράμματα του ΟΑΕΔ, με τη διαιώνιση και τη «νομιμοποίηση» της εκμετάλλευσης με μορφές όπως τα «μπλοκάκια» κ.ο.κ.
Η εργασιακή ζούγκλα είναι η «κανονικότητα» του κεφαλαίου, γι’ αυτό και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους, περνά αποκλειστικά μέσα από την οργάνωση και την πάλη για τη συνολική ανατροπή της πολιτικής που υπηρετεί τα συμφέροντά του, με όσους μανδύες κι αν αυτή ντύνεται κάθε φορά για την προώθησή της.