ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Αταξινόμητος και… παρεξηγημένος!
Ο κοινωνικός χρόνος διαιρείται σε τέσσερα μέρη: στον εργάσιμο, στο χρόνο που δαπανάται σε δραστηριότητες σχετικές με την εργασία (π.χ. μετακινήσεις), στο χρόνο που δαπανάται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (ύπνος, φαγητό, μεγάλωμα των παιδιών κλπ.) και, τέλος, στον ελεύθερο χρόνο.
Πολύ συχνά, οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι δεν τους μένει «καθόλου ελεύθερος χρόνος». Αντίθετα, οι άνεργοι παραπονιούνται ότι έχουν «απελπιστικά πολύ ελεύθερο χρόνο»… Οι μεν εύχονται να υπήρχε κι άλλος χρόνος για να τον διαθέσουν έξω από τη δουλειά, οι δε να υπήρχε δουλειά για ν’ αποκτήσει κι άλλα χαρακτηριστικά ο «ελεύθερος» χρόνος τους.
Με βάση την παραπάνω ταξινόμηση, γίνεται φανερό ότι χρησιμοποιούμε μία κοινή έκφραση για να προσδιορίσουμε δύο διαφορετικές έννοιες. Ο ελεύθερος χρόνος προσδιορίζεται μόνο σε σχέση με τον εργάσιμο χρόνο και όχι σε σχέση με το μη εργάσιμο χρόνο (του οποίου άλλωστε αποτελεί μέρος). Ο «ελεύθερος χρόνος», όσο λίγος κι αν είναι, όσο μπερδεμένος και συμπιεσμένος κι αν εμφανίζεται μέσα στα γρανάζια της σύγχρονης πραγματικότητας, ισχύει με την προϋπόθεση μιας υπάρχουσας εργασιακής σχέσης. Οι άνεργοι και όσοι δεν βρίσκονται στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης έχουν –στο βαθμό που έχουν– χρόνο «διαθέσιμο», που τυπικά δεν χαρακτηρίζεται ως «ελεύθερος». Η σύγχρονη ζούγκλα των οικονομικών – κοινωνικών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται στις διάφορες φάσεις του συγκεκριμένου εκμεταλλευτικού συστήματος που μας έχει επιβληθεί περιλαμβάνει και προσδιορίζει όχι μόνο το περιβάλλον της εργασίας αλλά και το αντίστοιχο του ελεύθερου – διαθέσιμου χρόνου μας.
«Θέλουμε να ζήσουμε!… Θέλουμε να ονειρευτούμε!…»
Στη δουλοκτητική κοινωνία της αρχαίας Ελλάδας ο ελεύθερος χρόνος υπήρχε μόνο για τους ελεύθερους πολίτες. Η «σχόλη» έπρεπε να είναι αφιερωμένη στις πνευματικές αναζητήσεις, στη συμμετοχή στα κοινά, στην ενατένιση. Ο άνθρωπος που εξετάζει η αρχαία ελληνική φιλοσοφία βρίσκεται εκτός εργασίας, στη σχόλη (το αντίθετο είναι η α-σχολία). Σε όλη την ιστορική περίοδο της δουλοκτητικής κοινωνίας, η εργασία περιφρονείται και απαξιώνεται.
Κατά το 14ο-16ο αιώνα, σε συνθήκες που η αστική τάξη κάνει την εμφάνιση και τα πρώτα της βήματα στην ιστορία (Ιταλία), κάνει σιγά-σιγά και τα πρώτα της βήματα μια κοινωνική σκέψη που ασκεί κριτική στο υφιστάμενο καθεστώς.
Η επιτάχυνση της τεχνολογικής προόδου οδηγεί στην εκμηχάνιση της παραγωγής. Στα ανήλιαγα και χωρίς αερισμό εργοστάσια, άντρες, γυναίκες και παιδιά εργάζονταν 15 και 16 ώρες την ημέρα, με πολύ μικρά διαλείμματα για φαΐ, ανάπαυση και λίγη ώρα για τη μετακίνησή τους. Η εβδομάδα των 60 ωρών ήταν ένα μακρινό όνειρο, τότε δούλευαν 80, 90 ώρες, καμιά φορά και 100 την εβδομάδα. Ο «ελεύθερος» (δηλαδή ο εκτός εργασίας) χρόνος αρκούσε μόνο για ύπνο. Μπροστά σε αυτές τις απάνθρωπες συνθήκες εκμετάλλευσης, αποκτά φωνή, οργάνωση και διεκδικήσεις το εργατικό κίνημα της εποχής. Κατά το 19ο αιώνα μπαίνει το αίτημα της μείωσης του εργάσιμου χρόνου. Η δεκαετία του 1830-1840 χαρακτηρίζεται από το «κίνημα για τις 10 ώρες» ενώ αργότερα η δεκαετία του 1880-1890 χαρακτηρίζεται από το «κίνημα για τις 8 ώρες». Οι Αμερικάνοι εργάτες τραγουδούσαν τότε το «Τραγούδι του οκταώρου»:
«Σκοπεύουμε ν’ αλλάξουμε τα πράγματα.
Όχι πια να μοχθούμε απ’ τα χαράματα.
Ίσα ίσα μόνο για να ζούμε,
να μην έχουμε ποτέ μια ώρα για να σκεφτούμε.
Θέλουμε να νιώσουμε τον ήλιο,
θέλουμε να μυρίσουμε τ’ άνθη.
Οκτώ ώρες για εργασία, οκτώ ώρες για ανάπαυση,
κι οκτώ ώρες για ό, τι θέλουμε».
Αλλά, μήπως και οι γυναίκες στα υφαντουργεία και τα ραφτάδικα της Ν. Υόρκης, στις 8 Μάρτη του 1857 και σε όλες τις κατοπινές κινητοποιήσεις, δεν πάλεψαν για την μείωση του εργάσιμου χρόνου;… Δεν πάλεψαν και για τα τριαντάφυλλα, εκτός από το ψωμί;…
Τα όνειρα για ένα καλύτερο παρόν και για ένα διαφορετικό μέλλον άρχιζαν να πιάνουν τόπο στο μυαλό των εργατών. Ο σπόρος είχε πέσει σε γόνιμο έδαφος. Αλλά για να φυτρώσει και να μεγαλώσει, για να βγάλει άνθη και καρπούς, χρειαζόταν χρόνο. Ο ελεύθερος χρόνος ήταν το θερμοκήπιο των ονείρων εκείνων που, ενώ έφτιαχναν τα πάντα, δεν τους ανήκε σχεδόν τίποτα. Ήταν το κουκούλι προστασίας των επιθυμιών τους σε όλη τη διάρκεια της θαυμαστής μεταμόρφωσής τους. Δεν τους αρκούσε πια η επιβίωση, ανακάλυπταν σταδιακά τη ζωή. Ουσιαστικά, η διεκδίκηση της μείωσης του εργάσιμου χρόνου υπέρ του ελεύθερου ήταν το διαβατήριο για ένα ταξίδι συνειδητοποίησης.
Η συλλογική προσπάθεια καταπολέμησης της εργασιακής ασφυξίας, που συνέθλιβε τους εργάτες σωματικά, πνευματικά και ψυχικά, προκάλεσε την έντονη ανησυχία των εκμεταλλευτών τους. «Η ηθική των εργατών θα βλαφτεί με το να μένουν μακριά από την υγιή πειθαρχία του εργοστασίου, εγκαταλειμμένοι στην προσωπική τους βούληση…»! Η «ηθικολογία» στην οποία επιδόθηκαν οι βιομήχανοι, που δήθεν φοβούνταν ότι θα γέμιζαν τα καπηλειά μπεκρήδες και τα καλντερίμια πόρνες, πάσχιζε να κρύψει τον «πόνο» της τσέπης τους. Αλλά και τον τρόμο στην προοπτική ότι οι εργάτες τους θα είχαν (όπως έλεγε και το τραγούδι) χρόνο να σκεφτούν και να δράσουν.
Το σύγχρονο «χθες» του ελεύθερου χρόνου
«Περνάω καλά!…»: ο ευδαιμονισμός κάποιων περασμένων δεκαετιών
Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα, όσο δηλαδή κράτησε η φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, πολλοί εργαζόμενοι από όλα τα κοινωνικά στρώματα βίωσαν μια χρυσή περίοδο στην οποία κυριαρχούσε, ως τάση, ένας εκπληκτικά λεπτομερής στο περιεχόμενό του ευδαιμονισμός.
Τα Σάββατα στο σπίτι μας είναι όλο υπερένταση. Οι γυναίκες του σπιτιού, βλέπετε, αυτή τη μέρα έχουν το Άγχος του Σαββατοκύριακου…
… Η μαμά ήταν στο τηλέφωνο. Το δικό της άγχος είναι μην τυχόν και δεν το ρίξει αρκετά έξω τα Σαββατοκύριακα. Το αποτέλεσμα ήταν να αγχώνεται για να τα προλάβει όλα. Από ό, τι άκουγα, προσπαθούσε να χωρέσει στο πρόγραμμά της ένα θέατρο, δύο κινηματογράφους, τρεις παρτίδες τένις και τέσσερις συναντήσεις για πάρλα σε κάποια καφετέρια!
Από το μυθιστόρημα της Κριστίνε Νέστλινγκερ «Όλφι και Οιδίποδας»
Το «άγχος του Σαββατοκύριακου» (δηλαδή του ελεύθερου χρόνου), ως αποτέλεσμα του ευδαιμονισμού, που το περιεχόμενό του ήταν αυστηρά προσδιορισμένο από τη μόδα της εποχής, είχε βρει την πιο τέλεια έκφρασή του στο «περνάω καλά», ένα είδος τοξικομανίας της διασκέδασης. Το «περνάω καλά» δεν είχε καμιά σχέση με το «νιώθω καλά» ή με το «είμαι καλά» γιατί το «φαίνεσθαι» ήταν πάνω απ’ όλα.
Για τα ελληνικά δεδομένα (με τις αναγκαίες διαφοροποιήσεις που προέκυπταν κυρίως από τις ιδιαιτερότητες ανάμεσα στα αστικά κέντρα και την ύπαιθρο), τα κλαμπ των νεόπλουτων, όπου έπρεπε να ζητιανέψεις ή να δωροδοκήσεις για να σε βάλουν μέσα, οι εξωτικοί ταξιδιωτικοί προορισμοί, τα ακριβά αυτοκίνητα και οι γρήγορες μηχανές, το σκυλάδικο της χλιδής, τα επώνυμα ρούχα, το τηλεοπτικό τέταρτο δημοσιότητας που πήγαινε μαζί με την κλειδαρότρυπα στη ζωή των «πλούσιων και διάσημων» (κατ’ επέκταση και του διπλανού, αποθεωμένη από τα ριάλιτι) και άλλα παρόμοια ήταν οι must δείκτες του ευδαιμονισμού, ανεξάρτητα αν σου άρεσαν ή όχι. Έπρεπε να σου αρέσουν αν δεν ήθελες να περιθωριοποιηθείς, και αυτό ίσχυε και για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα (επίσης και για τα δύο φύλα). Ίσχυε μάλιστα και για μια αρκετά μεγάλη γκάμα ηλικιών. Ειδικά η κλειδαρότρυπα έπαιζε έναν αναντικατάστατο ρόλο. Όταν σε ατομικό επίπεδο δεν έβγαινε ο λογαριασμός για μια στοιχειώδη ψευδαίσθηση καλοπέρασης, η δημόσια έκθεση των πιο «τυχερών» λειτουργούσε αφενός πυροσβεστικά στις τάσεις απογοήτευσης, αφετέρου ενισχυτικά στη συντήρηση των προτύπων. Υπενθυμίζουμε ότι, στο γενικό κοινωνικό χρηματιστήριο αξιών εκείνης της εποχής, πλούτος και δημοσιότητα πήγαιναν μαζί, κρατώντας τους ρόλους του σκήπτρου και του βασιλικού μανδύα. Χάριζαν «αίγλη» σε όλα τα επιμέρους πρότυπα διασκέδασης που είχαν επιβάλει τη δικτατορία τους στον ελεύθερο χρόνο.
Η σημερινή πραγματικότητα που έφερε τα πάνω κάτω στο εργασιακό και το οικονομικό, άρα και το κοινωνικό καθεστώς πολλών λαϊκών οικογενειών φαίνεται σα να έχει συμπαρασύρει στην καταστροφή αυτά τα πρότυπα. Ωστόσο, η Παρασκευή, το Σάββατο και η Κυριακή εξακολουθούν να έχουν ιδιαίτερη συναισθηματική φόρτιση στα όνειρα των περισσότερων, έστω κι αν η Κυριακή βαίνει προς κατάργηση, και οι άλλες δύο μέρες δεν σημαίνουν πλέον τίποτα όχι για μεμονωμένους, αλλά για ολόκληρες κατηγορίες εργαζόμενων.
Παρά τις δραματικές αλλαγές στο status των εργαζόμενων, ειδικά εκείνων από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, θα αποτολμήσουμε την εκτίμηση ότι ο ευδαιμονισμός δεν απώλεσε ούτε σήμερα το αποτύπωμά του, απλά άλλαξε μανδύα και πήρε άλλους δρόμους. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι συνετέλεσε στην αποκρυστάλλωση της παθητικής στάσης, στο συμβιβασμό και στην εύκολη αποδοχή των χαμηλότερων απαιτήσεων, ως αναγκαίο κακό. Η τάση της «καλοπέρασης», ακόμα ακμαία, περιόρισε την αποδοχή του «ξεβολέματος» στο πεδίο των όσων «μας βρήκαν», χωρίς καθόλου να τη μετατρέψει σε διάθεση να «ξεβολευτούμε» για χάρη εκείνων που θα μπορούσαμε να φέρουμε εμείς! Έφυγε η «χλιδή», αλλά ουσιαστικά έμεινε το «βόλεμα». Ηδύ το μηδέν πράττειν!… Η συνήθεια του αράγματος –ακόμα και σε ξεπεσμένη μορφή– είναι ένα πεισματάρικο υπόλειμμα, μια αμήχανη επιβίωση εκείνης της παλιάς (έστω και φανταστικής σε ένα βαθμό) ευδαιμονίας. Στην ουσία, και τότε και τώρα, τηρουμένων των αναλογιών, ο υποδειγματικός πολίτης παρουσιάζεται σαν ένας ειρηνικός, υποταγμένος, υποδουλωμένος, μαζικός «ηδονιστής».
Το «σήμερα» του ελεύθερου χρόνου
Συντρίμμια κι αποκαΐδια …
Ο σημερινός «ελεύθερος χρόνος» των εργαζόμενων αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν τοποθετήσει κανείς στο μικροσκόπιο την καθημερινή ζωή μιας λαϊκής οικογένειας. Το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας αλλά και η ελαστικότητα των σύγχρονων εργασιακών σχέσεων κάνει εξαιρετικά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο χρόνο. Η πολύπλοκη καθημερινότητα, ως απόρροια των νέων μορφών εκμετάλλευσης των σημερινών εργαζόμενων, επιβάλλει τις δικές της ιδιόμορφες «διαιρέσεις», που δεν βγάζουν ποτέ ακέραιο πηλίκο. Τα τρία διακριτά οκτάωρα, για τα οποία τόσο αίμα χύθηκε και τέτοιος λυσσαλέος αγώνας δόθηκε από το εργατικό κίνημα των προηγούμενων αιώνων, δεν υπάρχουν πια. Ο χρόνος που δαπανάται για την ικανοποίηση των οικογενειακών αναγκών, για την αναπαραγωγή δηλαδή της εργατικής δύναμης, έχει κατακερματιστεί και διαχυθεί και σε άλλα χρονικά κομμάτια της καθημερινότητας. Η διεκπεραίωση, για παράδειγμα, των λογαριασμών και τα απαραίτητα για το σπίτι ψώνια γίνονται, από ανάγκη, ακόμα και στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου, με συνέπεια να αποκτήσει εντελώς καινούργιες διαστάσεις η γνωστή έκφραση «το μεροκάματο του τρόμου»… Το μαγείρεμα, το πλύσιμο, το σφουγγάρισμα κλέβουν χρόνο από τον ύπνο… Το ντάντεμα, το διάβασμα και το πηγαινέλα των παιδιών, η περίθαλψη και η φροντίδα των άρρωστων και των ηλικιωμένων έχουν ισοπεδώσει τον υποτιθέμενο «ελεύθερο» χρόνο, καταργώντας κάθε έννοιά του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρωταθλήτριες στην κάλυψη των βασικών αναγκών της λαϊκής οικογένειας είναι οι γυναίκες. Η κύρια έκφραση της ανισοτιμίας τους, οι πολλαπλές δηλαδή ευθύνες που τους ανατίθενται, ώστε να αντιμετωπίζεται –επωφελώς για μεγαλοεργοδότες και κράτος– η όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για καλύτερη διευθέτηση. Και οι πιο δύσπιστοι σήμερα είναι αναγκασμένοι να παραδεχτούν ότι ο «ελεύθερος χρόνος» μιας εργαζόμενης περιλαμβάνει πολλά πράγματα από ένα συγκεκριμένο είδος δραστηριότητας και ελάχιστα ή καθόλου από οτιδήποτε άλλο!
Επιπλέον, ο «ελεύθερος χρόνος» της εργαζόμενης ταυτίζεται τις πιο πολλές φορές με τον λεγόμενο «ελεύθερο χρόνο» της οικογένειας ή των παιδιών της. Ο «διαθέσιμος» –για την ακρίβεια– οικογενειακός χρόνος, δηλαδή ο χρόνος που έχει ανάγκη να βρίσκεται μαζί μια οικογένεια προκειμένου να αναπτυχθούν οι διαπροσωπικές σχέσεις όλων των μελών της, είναι βέβαια κάτι εντελώς διαφορετικό από τον προσωπικό ελεύθερο χρόνο των εργαζόμενων ενήλικων μελών. Ο προσωπικός ελεύθερος χρόνος του καθένα ασφαλώς τέμνεται αλλά ποτέ δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον ελεύθερο (ή διαθέσιμο) χρόνο κάποιου άλλου, ακόμα και αν αυτός ο άλλος είναι μέλος της ίδιας οικογένειας. Γιατί τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για ελεύθερο, αλλά για απόλυτα δεσμευμένο χρόνο, αφού η αξιοποίησή του υπαγορεύεται από συντιθέμενες ανάγκες που δεν αφορούν άμεσα τον εργαζόμενο, αλλά μόνο έμμεσα. Το γεγονός ότι αυτή η ταύτιση είναι το σύνηθες για την πλειονότητα των εργαζόμενων γυναικών δεν μπορεί να αλλάξει την ουσία. Οι αιτίες (επιλογή, ανάγκη ή καταναγκασμός) που μπορεί να οδηγήσουν στην ταύτιση του ελεύθερου χρόνου ενός μέλους της οικογένειας με τον ελεύθερο-διαθέσιμο ενός ή περισσότερων από τα υπόλοιπα μέλη δεν αναιρεί ούτε την έννοια, ούτε τις πραγματικές ανάγκες που αυτή η κατηγορία χρόνου καλείται να καλύψει.
Έχει ενδιαφέρον το αποτέλεσμα μιας έρευνας, σύμφωνα με την οποία, μετά την αφαίρεση όλων των δραστηριοτήτων του εικοσιτετραώρου που δεν ανήκουν «καθαρά» στον ελεύθερο χρόνο, στις εργαζόμενες μαμάδες απομένουν «δικά τους» όλα κι όλα 17 λεπτά!
Πώς περνούν οι μαμάδες τα (πολύτιμα και σπάνια) 17 λεπτά που τους περισσεύουν; Προγραμματίζοντας την επόμενη μέρα, δήλωσε το 40% των ερωτηθέντων.
Ο ελεύθερος χρόνος μιας εργαζόμενης μητέρας
Ψάξε, ψάξε… δεν θα τον βρεις!
Από τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας μιας εργαζόμενης μητέρας σε κάποιο αστικό κέντρο θα παραλειφθούν ο νυχτερινός ύπνος, το πρωινό τρεχαλητό (φροντίδα οικογένειας, σπιτικές μικροδουλειές, παιδιά στον παιδικό σταθμό, στο σχολείο κλπ) και η μετακίνηση μέχρι τον τόπο εργασίας, αφού δεν μπορούν να θεωρηθούν «ελεύθερος χρόνος». Ωστόσο, μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση είναι ότι, πολλές γυναίκες, βγάζοντας από τη μύγα ξύγκι, ανοίγουν ένα βιβλίο όσο κινούνται με τα μέσα μεταφοράς, κι έτσι έχουμε ένα μίζερο στρίμωγμα μιας δραστηριότητας, που κανονικά ανήκει στον ελεύθερο χρόνο, μέσα σ’ ένα διαφορετικό κομμάτι της καθημερινότητάς τους.
Στη συνέχεια, ο εργάσιμος χρόνος (κατακερματισμένος ή ολόκληρος, ανάλογα με την «ελαστικότητα» ή τη «σταθερότητα» της εργασίας) χωράει εξ ανάγκης μια αρκετά μεγάλη ποικιλία αγχωμένων «εξωεργασιακών» διεκπεραιώσεων. Η σύγχρονη τεχνολογία (κινητά, τάμπλετ και ούτω καθεξής) βοηθάει και ταυτόχρονα περιπλέκει τη διευθέτησή τους η οποία γίνεται «στη ζούλα» μέσα στον εργάσιμο χρόνο ή μπουρδουκλώνεται στο χρόνο μετακίνησης από και προς την εργασία.
Μετά το σχόλασμα αρχίζει ένας ιδιότυπος Γολγοθάς. Τα όσα ακολουθούν εντός των τειχών της «οικογενειακής εστίας» ακυρώνουν εντελώς την έννοια του ελεύθερου χρόνου, ακόμα κι αν, για παράδειγμα, η ώρα του σιδερώματος συνδυάζεται με ταινία στην τηλεόραση ή αν, μεταξύ κατσαρόλας και ξεσκονόπανου, παρεμβάλλεται κάποιο είδος ασχολίας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης…
Το «διάβασμα» των παιδιών είναι –κατά κοινή ομολογία– ένα από τα πιο αγχώδη και κοπιαστικά καθήκοντα (συνήθως της μητέρας) κατά τη διάρκεια της μέρας. Θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί κομμάτι του ελεύθερου χρόνου. Από την άλλη μεριά, οι ποικίλες δραστηριότητες των παιδιών ανήκουν στον δικό τους «ελεύθερο» (διαθέσιμο) χρόνο, και όχι της μαμάς. Η ψυχαγωγία τους, επίσης. Το γεγονός ότι αυτός ο χρόνος συχνά συνδυάζεται με κοινωνική συναναστροφή και της μαμάς δεν μπορεί να αναιρέσει την πραγματικότητα: ότι δεν πρόκειται δηλαδή για προσωπικό χρόνο που διατίθεται κατ’ επιλογή, αλλά για «χρονοκλοπή» από το όποιο (κατ’ ευφημισμό «ελεύθερο») χρονικό περιθώριο αφήνει στην εργαζόμενη η ήδη μπερδεμένη –λόγω της διευρυνόμενης ευελιξίας– εργασιακή της σχέση. Ο χρόνος αυτός, υπαγορευμένος κατά κύριο λόγο από τις ανάγκες των παιδιών, που οι κρατικές κοινωνικές παροχές δεν μπορούν ή μάλλον δεν θέλουν να καλύψουν, επιβάλλει συγκεκριμένες συναναστροφές (τις πιο πολλές φορές μόνο με τους γονείς –κυρίως τις μαμάδες– των φίλων και συμμαθητών τους), συγκεκριμένο είδος ψυχαγωγίας (προσανατολισμένης αποκλειστικά στα ενδιαφέροντα και τις ηλικίες των παιδιών), συγκεκριμένους χώρους (ωδεία, γυμναστήρια, παιδότοπους κλπ.)… Για να μην παρεξηγούμαστε: δεν είναι «κακό», αντίθετα είναι πολύ χρήσιμο και ευχάριστο, η μητέρα να μοιράζεται τις κοινωνικές σχέσεις και τα ενδιαφέροντα των παιδιών της, όπως και του συντρόφου της. Κακό είναι που ο προσωπικός ελεύθερος-διαθέσιμος χρόνος της εξαντλείται στην εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών, χωρίς να μένει ούτε δευτερόλεπτο για οτιδήποτε άλλο που να αφορά αποκλειστικά την ίδια.
Εξάλλου ο ύπνος, παρότι δεν ανήκει στην κατηγορία του «ελεύθερου χρόνου», παραχωρεί σε αυτόν ένα σημαντικό μέρος του.
Όταν, τέλος, το ζευγάρι πέφτει στο κρεβάτι –αν, βέβαια, τα ωράρια επιτρέπουν την κοινή κατάκλιση– η προοπτική της «χαλάρωσης» βρίσκει και τους δύο εξουθενωμένους, χωρίς διάθεση και κουράγιο ούτε για τη στοιχειώδη σωματική, πνευματική και ψυχική επαφή, εκνευρισμένους που δεν βγαίνουν οι εξισώσεις των χρεών στην Εφορεία, στις Τράπεζες, στα φροντιστήρια και δε συμμαζεύεται… αλλά, κυρίως, επειδή δεν βγαίνουν οι εξισώσεις για βελτίωση της καταποντισμένης συζυγικής, οικογενειακής και ατομικής τους ζωής…
Παρόλα αυτά, λίγο πριν τον αγχωμένο ύπνο (και κυρίως όταν τα 17 λεπτά «ελεύθερου χρόνου» της μέρας έχουν «σωστά» χρησιμοποιηθεί για τον… προγραμματισμό της επόμενης!), η γυναίκα του 21ου αιώνα μπορεί να παρηγορηθεί με τη σκέψη ότι έχει εκπληρώσει το καθήκον της, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της θέσης που της έχει επιφυλαχθεί. Έχει παίξει με επιτυχία το ρόλο της «σούπερ γούμαν» που δεν ξεκουράζεται, που θεωρεί ότι καταξιώνεται προλαβαίνοντας τα πάντα, συρρικνώνοντας ή εξαφανίζοντας τις δικές της ανάγκες και νομίζοντας ότι αυτός είναι ένας σύγχρονος ρόλος, ξεγελασμένη από τους κατασκευασμένους κανόνες μιας ψευδεπίγραφης φυλετικής ισότητας. Έξυπνα πλασαρισμένο και βολικό για το σύστημα πρότυπο! Έτσι η ανισοτιμία της γυναίκας επιβεβαιώνεται από την ίδια, ενώ παράλληλα ακυρώνει μόνη της κάθε ανθρώπινη ιδιότητά της. Ανοίγει διάπλατα (κάποιες φορές χωρίς να το ξέρει και χωρίς να το θέλει) την πόρτα μιας ασύστολης εκμετάλλευσης μέσα σ’ ένα σύστημα που την καταπιέζει διπλά, για να μπορούν να κερδοσκοπούν σε βάρος της κάποιοι λίγοι, άντρες και γυναίκες, αλλά και σε βάρος του άντρα συντρόφου της και όλης της οικογένειάς της.
Τι χωράει το «τσουβάλι»;…
Η σαβούρα του παλιατζή
Οπωσδήποτε, υπάρχει και η άλλη πλευρά του νομίσματος…
Ο ελεύθερος-διαθέσιμος χρόνος της εργαζόμενης-άνεργης γυναίκας, είτε είναι μητέρα είτε όχι, είτε είναι νέα είτε ηλικιωμένη, μπορεί να έχει μεγαλύτερα περιθώρια –κάποιες φορές μάλιστα υπερβολικά μεγάλα, γιατί οι εκμεταλλευτικές κοινωνίες είναι γεμάτες αντιθέσεις– με αποτέλεσμα το τσουβάλι του ελεύθερου χρόνου να χωράει μέσα πολλά. Κι όπου υπάρχει χώρος, υπάρχει και… σαβούρα! Στην πραγματικότητα, η σαβούρα υπάρχει γιατί ο ελεύθερος-διαθέσιμος χρόνος, όπως κι αν εκτείνεται μέσα στη μέρα, στο μήνα ή στη χρονιά, στην ουσία ούτε δικός μας είναι ούτε ελεύθερος.
Κύριοι του χρόνου τους είναι μόνο εκείνοι που είναι αρκετά πλούσιοι για να είναι απαλλαγμένοι από κάθε ανησυχία για τα μέσα της επιβίωσής τους σε κάποιο ικανοποιητικό επίπεδο. Ο χρόνος είναι μια αξία εμπορεύσιμη, είτε πρόκειται για εργάσιμο είτε για ελεύθερο χρόνο. Όπως ακριβώς η δουλειά, έτσι κι ο ελεύθερος χρόνος καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς, που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους αφέντες του χρόνου και τους σκλάβους του.
Ο Χένρι Φορντ υπήρξε ο πρώτος βιομήχανος που κατανόησε την οικονομική σημασία του ελεύθερου χρόνου και της μείωσης του ωραρίου εργασίας. «Χωρίς χρόνο για διασκέδαση» έλεγε «οι εργαζόμενοι, που είναι και η πλειοψηφία των καταναλωτών της χώρας δεν θα μπορέσουν να δημιουργήσουν ένα ψηλότερο επίπεδο ζωής και, κατά συνέπεια, ούτε να αυξήσουν την αγοραστική τους ισχύ». Έτσι δημιουργήθηκαν και αναπτύχθηκαν πολυπληθείς βιομηχανίες του ελεύθερου χρόνου (συμπεριλαμβανομένης της αυτοκινητοβιομηχανίας του Φορντ, που πλάσαρε το πιο ξεχωριστό εργαλείο για τη δουλειά και τον ελεύθερο χρόνο).
Είναι λοιπόν καταφανές ότι η μεγάλη εξόρμηση των εργαζόμενων και των οικογενειών τους προς τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες είναι σε σημαντικό βαθμό οργανωμένη και πλήρως εμπορευματοποιημένη από τους βιομήχανους και τους εμπόρους του «πολιτισμού» και του «αθλητισμού». Ήταν αναπόφευκτο η βελτίωση του επιπέδου της ζωής, που επιτεύχθηκε με σκληρούς αγώνες και θυσίες, να πάρει έναν δρόμο ανάπτυξης επικίνδυνο για τους εργαζόμενους, κάτι που θα ισχύει για όσο διάστημα παραμένουν οι εκμεταλλευτές μας κυρίαρχοι της δουλειάς μας, άρα και του ελεύθερου χρόνου μας.
Υπάρχει, εξάλλου, ανάγκη να πουληθεί ένα «πολιτιστικό» προϊόν όχι μόνο προσοδοφόρο, αλλά και στην κατεύθυνση που χρειάζεται για να διοχετευθεί και να αναπαραχθεί η ιδεολογία που είναι χρήσιμη για το σύστημα.
Η ανάγνωση βιβλίων, για παράδειγμα, είναι –σύμφωνα με έρευνες και στατιστικές –περισσότερο «θηλυκή» παρά «αρσενική» ψυχαγωγία. Ωστόσο, η ανάγνωση των βιβλίων δεν δείχνει από μόνη της τίποτα, ενώ πολλά υποδηλώνει η ποιότητα των βιβλίων, αλλά και η ποιότητα της ανάγνωσης! Τι είδους ποιότητα μπορεί να έχει η ανάγνωση στο όρθιο, μέσα στο τρένο, στο λεωφορείο, στο μετρό, στο τραμ;… Όσο για το είδος των βιβλίων που προτιμά η ελληνίδα αναγνώστρια, ανεξαρτήτως ηλικίας, το βραβείο παίρνει η λεγόμενη γυναικεία λογοτεχνία. Είδος αντιδραστικό εξ’ ορισμού, εφόσον στοχεύει αποκλειστικά στο γυναικείο κοινό και γράφεται σχεδόν στο σύνολό του από γυναίκες συγγραφείς. Αποτελείται στο μεγαλύτερο μέρος του από αναγνώσματα συντηρητικά και επικίνδυνα, κυρίως για τις νέες γυναίκες που, διαβάζοντάς τα, αποκτούν μια μονοδιάστατη, αλλά και πλήρως διαστρεβλωμένη εικόνα για τον κόσμο και τη ζωή. Τις κρατούν δέσμιες των φυλετικών χαρακτηριστικών που δεν απορρέουν από τη βιολογία αλλά από την κοινωνία, η οποία έχει κάθε λόγο να θέλει να τα συντηρεί. Περιγράφουν καταστάσεις που, ενώ έχουν να κάνουν με το γυναικείο ζήτημα και τη θέση της γυναίκας (πχ η γυναικεία εργασία και η μητρότητα), στο συγγραφικό σύμπαν των δημιουργών τους εμφανίζονται ως αποτέλεσμα κάποιων αόρατων κοινωνικών συνθηκών που δεν έχουν αιτίες, απλά υπάρχουν. Τα βιβλία αυτά απευθύνονται σε γυναίκες που συναινούν στην ανισότιμη μεταχείρισή τους μέσα στο παρόν κοινωνικο-οικονομικό σύστημα, έστω και αν θεωρούν τον εαυτό τους χειραφετημένο και απελευθερωμένο. Γυναίκες που, ειδικά σε νεαρή ηλικία, είναι σίγουρες ότι μπορούν να αλλάξουν τις συνθήκες της ζωής τους με ατομική επιλογή. Πρόκειται για οπισθοδρομικά και σκοταδιστικά βιβλία, επικίνδυνα για όλες τις γυναίκες που δεν έχουν αποκτήσει το κατάλληλο φίλτρο ώστε να μπορέσουν να διακρίνουν τις ψευτιές με τις οποίες τις μπουκώνουν τα πολυσέλιδα συνήθως μυθιστορήματα του είδους, που κυκλοφορούν σε πολλές χιλιάδες αντίτυπα.
Την ίδια κατεύθυνση ακολουθεί και ένας σεβαστός αριθμός από τις λεγόμενες «αισθηματικές» ταινίες (που στοχεύουν σ’ ένα ευρύ κοινωνικό και ηλικιακό φάσμα γυναικών), ενώ για να προσελκυστεί και το κοινό των έφηβων κοριτσιών στις ταινίες δράσης με βαμπίρ, ζόμπι, βρικόλακες, σούπερ ήρωες κλπ., που αγαπά ιδιαιτέρως το άλλο φύλο, έχει ενσωματωθεί αριστοτεχνικά το ρομαντικό στοιχείο και η φυλετική «αναβάθμιση», που αναπαράγει τα παλιά και φθαρμένα πρότυπα με άλλα ρούχα*…
Το τηλεοπτικό τοπίο είναι λίγο θολό. Βρίσκεται προσωρινά σε ένα είδος κρίσης, που το ξεπέρασμά της θα κάνει ακόμα πιο αντιδραστικό το περιεχόμενό του, εξαιτίας και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των αδειών. Προς το παρόν σερβίρει μία από τα ίδια, με λίγη δόση προσαρμογής στην εποχή της «κρίσης». Ένα μέρος του «διαθέσιμου» χρόνου κάποιων άνεργων γυναικών αναλώνεται στα πρωινάδικα, ενώ ο αντίστοιχος «ελεύθερος» κάποιων εργαζόμενων μάλλον στα ριάλιτι.
Εκείνες που αγαπούν την τηλεόραση φαίνεται να είναι οι γυναίκες της τρίτης ηλικίας. Σε ηλικία άνω των 65 ετών είναι φαν σε ποσοστό 84,8% (Δεκέμβρης 2015), παρά το γεγονός ότι τη «µάχη του τηλεκοντρόλ» φαίνεται να κερδίζουν οι άνδρες συνομήλικοί τους. Γυναίκες και άνδρες της τρίτης ηλικίας είναι, πάντως, σταθεροί τηλεθεατές των δελτίων ειδήσεων, σε αντίθεση με το λεγόμενο νεανικό και παραγωγικό ή «δυναμικό» κοινό (15-44 ετών), του οποίου οι προτιμήσεις έχουν μετατεθεί στις νέες μορφές διαδραστικής ηλεκτρονικής πληροφόρησης και ενημέρωσης (τα συνδρομητικά κανάλια αισίως έφτασαν το 1 εκ. συνδρομητές). Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες διαφημίσεις ανάμεσα στα δελτία αφορούν φάρμακα για ηλικιωμένους, θερμοφόρες, παντόφλες, σόμπες, μέχρι και κορσέδες. Οι γυναίκες της τρίτης ηλικίας, εφόσον η υγεία και το μπέιμπι-σίτινγκ των εγγονιών το επιτρέπει, αγαπούν τις ομαδικές εκδρομές, το θέατρο (κυρίως τις κωμωδίες) και… τα «καφεδάκια» με συνομήλικη παρέα.
Ο «καφές», ως ελληνική συνήθεια συναναστροφής, φαίνεται ότι διατηρεί ισχυρά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του. Οι άντρες, μάλιστα (από μια ηλικία και πάνω), εξακολουθούν να κατέχουν το «φυλετικό» προνόμιο του καφενείου. Οι νεότεροι και των δύο φύλων προτιμούν την καφετέρια, που γνωρίζει δόξες ακόμα και στους δίσεκτους καιρούς. Ο καφές για τις γυναίκες είναι μάλλον «σπιτική» συνήθεια, μερικές φορές μάλιστα συνδυάζεται με… την προφητεία του ντελβέ!
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ρεκόρ του ελεύθερου-διαθέσιμου χρόνου κατέχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που έχουν σχεδόν σαρώσει κάθε άλλο μέσο επικοινωνίας. Όσο πιο νέοι οι χρήστες, ανεξάρτητα από το φύλο, τόσο μεγαλύτερη η τάση να βυθίζονται στην εικονική και εξ αποστάσεως πραγματικότητα του διαδικτύου.
Σήμερα, τα κορίτσια από τα λαϊκά στρώματα ή εγκαταλείπουν γρήγορα το σχολείο ή αποθησαυρίζουν –αν τα καταφέρουν– πτυχία που δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στους εργοδότες (μια που υπάρχει υπερπροσφορά γνώσης και ειδίκευσης στην αγορά), γιατί από τις εργαζόμενές τους ζητούν κυρίως πίστη στην επιχείρηση, δηλαδή την πλήρη συναίνεσή τους στις κάθε λογής αυθαιρεσίες, αλλά και την απάρνηση του φύλου τους, ειδικά στο κομμάτι της μητρότητας. Το καθημερινό τους εικοσιτετράωρο αρκετές φορές θυμίζει χαλάκι «πάτσγουερκ», στο οποίο ο ελεύθερος χρόνος είναι μερικά παράταιρα κουρελάκια, τυχαία συνδεδεμένα με κάποια άλλα. Το περιεχόμενό του, ωστόσο, μάλλον δεν διαφέρει πολύ από εκείνο της περασμένης χρυσής εποχής, με πολύ λιγότερη λάμψη βέβαια.
Ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου των εργαζόμενων και αρκετός από τον διαθέσιμο χρόνο των άνεργων νέων γυναικών προσανατολίζεται στην αναζήτηση καλύτερης εργασιακής απασχόλησης από τις μεν και οποιασδήποτε εργασίας από τις δε. Όσος απομένει, δεν χωράει αμφιβολία ότι αναλώνεται σε μεγάλο βαθμό στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στο υποκατάστατο κοινωνικής ζωής που μπορούν να προσφέρουν, εφόσον συχνά στηρίζονται στην απόκρυψη ή παραποίηση στοιχείων της προσωπικότητας ή της ζωής των χρηστών. Είναι ταμπού να ομολογήσει κανείς πχ την ανεργία του στο φέισμπουκ ή στο τουίτερ γιατί αυτό ισοδυναμεί με κοινωνική αυτοκτονία. Κανείς δε θέλει να χαλάσει το προφίλ του, που με πολύ κόπο έχει κατασκευαστεί. Όλοι ποστάρουν σούπερ φωτογραφίες, κάνουν ταγκ σε πολύ ωραία καφέ όπου σκοτώνουν την ώρα τους με λεφτά δανεικά κι αγύριστα, και λάικ στις απιθανότητες του ενός και του άλλου διαδικτυακού δήθεν φίλου. Οι πιο πολλοί, αν και είναι άνεργοι, δείχνουνε προφίλ μεγιστάνα. Ακόμα και τις παρτ-τάιμ, απλήρωτες κι ανασφάλιστες ψιλοδουλειές που βρίσκουν, τις επιδεικνύουν λες κι είναι μέτοχοι σε πολυεθνικές.
Οι νέες μαμάδες έχουν αποδειχτεί επίσης φανατικές χρήστριες! Ένας πολύ μεγάλος αριθμός μπλόγκ, ιστοσελίδων κλπ. είναι αφιερωμένος στα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα που απορρέουν από τη γονεϊκή τους σχέση. Το περίεργο είναι ότι οι «συμβουλές» που δίνουν αυτές οι σελίδες για αξιοποίηση του «ελεύθερου χρόνου» των μαμάδων έχουν να κάνουν με μια επανάληψη των συνήθων δραστηριοτήτων (μαγειρική, πλέξιμο, κλπ), αλλά σε πιο… εθελοντική βάση! Παίζει ακόμα ο (έξτρα) ύπνος, η χαλάρωση μπροστά στο χαζοκούτι, το μπάνιο με… μπουρμπουλήθρες, απαραιτήτως… beaute, αλλά και… μαμαδοσυναντήσεις: «καλούμε τις μαμαδοφίλες μας για ένα καφέ στο σπίτι! Είναι η ώρα που θα αρχίσουν οι εξομολογήσεις μεταξύ των μαμάδων, αλλά και η ανταλλαγή απόψεων για την ανατροφή των παιδιών»…
Αναφέρθηκαν κυρίως οι πιο μαζικές «επιλογές», όχι γιατί ο ποιοτικότερος «προσανατολισμός» δεν αφορά καθόλου τις γυναίκες από τις λαϊκές οικογένειες, αλλά επειδή η σοβαρή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, ακόμα και η εξαθλίωση που έφερε μαζικά η βαθιά και παρατεταμένη καπιταλιστική οικονομική κρίση, τις απομάκρυνε σε υπολογίσιμο βαθμό από τις δυνατότητες αυτές.
Ελεύθερος χρόνος για μας!
Για λόγους οικονομίας χρόνου –και μόνο γι’ αυτό– δεν έγινε λόγος για τις ιδιαιτερότητες (ουσιαστικά την ανυπαρξία!) του «ελεύθερου χρόνου» μιας αυτοαπασχολούμενης ή μιας γυναίκας που ζει στην ύπαιθρο, εκτός αστικών κέντρων. Μπορεί να φτιάξει ο καθένας μόνος του πολλά τέτοια πορτρέτα. Σκιαγραφώντας την καθημερινότητα μιας σύγχρονης εργαζόμενης ή άνεργης γυναίκας από αυτές που περνούν δίπλα μας, αλλά δεν δίνουμε σημασία γιατί δεν έχουν τίποτε που θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή με την πρώτη ματιά, καταλήγουμε ωστόσο σε μια διαπίστωση. Όλα τα τοπία και όλα τα πορτρέτα της πραγματικότητας δείχνουν το ίδιο πράγμα: ότι κάτι πολύ σάπιο υπάρχει στο βασίλειο του καπιταλισμού, που τίποτα θετικό δεν επιφυλάσσει σε όσες γυναίκες δεν γεννήθηκαν σε χρυσή κούνια. Εκείνες που δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, δηλαδή η πλειονότητα των γυναικών, απλώς εξυπηρετούν τις ανάγκες για μεγαλύτερα κέρδη κάποιων λίγων, με εντελώς αντίθετα συμφέροντα από τα δικά τους.
Σε μια κοινωνία που στηρίζεται στην εκμετάλλευση και στην καταπίεση των εργαζομένων (οι γυναίκες μάλιστα είναι καταπιεσμένες διπλά!), το ζήτημα του ελεύθερου χρόνου, της ίδιας της ύπαρξής του αλλά και του περιεχομένου του, συνδέεται άμεσα με την έννοια της ελευθερίας. Ναι, δεν είμαστε ελεύθερες, ούτε εμείς ούτε τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μας, ούτε στη δουλειά ούτε στον ελεύθερο-διαθέσιμο χρόνο μας.
Κι όμως! Το αίτημα για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, χωρίς ταυτόχρονη έκπτωση άλλων εργασιακών δικαιωμάτων, είναι προς διεκδίκηση, ανεξάρτητα αν η όξυνση των ανταγωνισμών το διέγραψε εντελώς από την ατζέντα των εκμεταλλευτών μας. Από την άλλη μεριά, η ποιότητα του ελεύθερου χρόνου, η δωρεάν πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά, στον αθλητισμό, ποτέ δεν έφυγε από τη λίστα των προτεραιοτήτων μας.
Χρειαζόμαστε ελεύθερο χρόνο για μας!
Αλλά τι πραγματικά σημαίνει αυτό;… Η αναζήτηση αποκάλυψε μια σειρά επεξηγήσεων, ανάμεσα στις οποίες και την εξής: χρόνος ελεύθερος που αφιερώνει κανείς στον εαυτό του!
Δύσκολο γιατί, χρόνος αληθινά ελεύθερος δεν μπορεί να υπάρχει αφού απειροελάχιστα μόνο τον ορίζουμε. Έπειτα, τι σημαίνει να αφιερώσει κανείς χρόνο στον εαυτό του;… Μία ακόμα μοναχική δράση, μια ατομική ευθύνη σαν αυτές που ανατίθενται στην οικογένεια και στη γυναίκα, όπως η φροντίδα, η διαπαιδαγώγηση, ουσιαστικά και ένα μέρος της εκπαίδευσης των παιδιών, η φροντίδα και η περίθαλψη των ασθενών και των ηλικιωμένων;… Η υποχρέωση να τα βγάλεις πέρα μόνος σου με τη δουλειά σου, με το σπίτι σου, με τη ζωή σου, ακόμα κι αν κάθε σου βήμα σε φέρνει πιο κοντά σε μια αρένα με λιοντάρια, έτοιμα να σε κατασπαράξουν;…
Ένας τέτοιος ατομικός «ελεύθερος χρόνος» μάλλον σου παρέχει την απόλυτη ελευθερία να βουτηχτείς στην κατάθλιψη, αφιερώνοντας στον εαυτό σου ένα χάος από αδιέξοδα, παρά οτιδήποτε άλλο.
Αν όμως αλλάξουμε λίγο την έκφραση και πούμε ότι χρειαζόμαστε χρόνο ελεύθερο να τον αφιερώσουμε όχι στον εαυτό μας αλλά για τον εαυτό μας τα πράγματα διαφοροποιούνται! Αντί να στραφεί κανείς προς τα μέσα, εκεί που συναντά μόνο ακινησία και μοναξιά, στρέφεται προς τα έξω, στην κίνηση, στην εξέλιξη, στην αλλαγή!
Εκεί και μόνο εκεί, μέσα στο αεικίνητο πλήθος, μπορούμε να ανακαλύψουμε τις αλήθειες της ζωής και τα ψέματα που μας είπαν. Εκεί και μόνο εκεί διαπιστώνουμε την πραγματικότητα που μας δείχνει ότι κάποιοι είναι «πιο ελεύθεροι από άλλους», αλλά ότι εμείς, οι λιγότερο ή καθόλου ελεύθεροι, είμαστε πολύ περισσότεροι από εκείνους! Ότι εμείς –και μόνο εμείς– είμαστε αυτοί που μετράνε…
Ανοίγοντας το θέμα του ελεύθερου χρόνου, σαν ένα τρίτο άξονα της καμπάνιας αυτής, η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας απευθύνεται στις γυναίκες που, δυνάμει, θα μπορούσαν να είναι μέλη των Συλλόγων και των Ομάδων μας. Απευθυνόμαστε σε αυτές, ζητώντας τους ένα μέρος του χρόνου τους, για να τον αφιερώσουν αρχικά στη γνωριμία με το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα και ύστερα –όπως ελπίζουμε– και στη συμμετοχή τους σε αυτό.
Χρειαζόμαστε ελεύθερο χρόνο για μας!
Ποτέ ο χρόνος δεν γίνεται πιο δικός μας, πιο χρήσιμος, πιο αναζωογονητικός και πιο ενδιαφέρων, από τις ώρες που μπορούμε να βλέπουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων, εκείνων που είναι ίδιοι μ’ εμάς, που μαζί τους έχουμε κοινά συμφέροντα, κοινά οράματα, κοινό βηματισμό προς το μέλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτουμε την ατομική αξιοποίηση του χρόνου. Αν υπάρχει μια γωνιά του ελεύθερου χρόνου που να παραμένει ακόμα πραγματικά ελεύθερη, αυτή θα μπορούσε να είναι η ονειροπόληση και η προσωπική ή οικογενειακή πολιτιστική δραστηριότητα. Όμως ούτε τα ζωογόνα οράματα της ονειροπόλησης ούτε η πρώτη ύλη της προσωπικής δραστηριότητας προκύπτουν από παρθενογένεση. Το σπέρμα τους βρίσκεται στη δράση, στους αγώνες των πολλών για ν’ αλλάξουν τον κόσμο.
Η Ομοσπονδία Γυναικών Ελλάδας, κατανοώντας τη δυσκολία των νέων γυναικών, ειδικά των νέων μαμάδων, έχει ήδη εγκαινιάσει προγράμματα δημιουργικής απασχόλησης παιδιών προκειμένου να μπορέσουν οι μητέρες τους να συμμετέχουν στις διαδικασίες και στους αγώνες του κινήματος. Στόχος μας είναι τέτοιες πρωτοβουλίες να διευρυνθούν, να επεκταθούν και να αποτελέσουν έναυσμα και για άλλους φορείς του εργατικού-λαϊκού κινήματος ώστε οι γυναίκες που κυρίως αντιμετωπίζουν δυσκολίες χρόνου, να ενθαρρυνθούν και να διευκολυνθούν να πάρουν μέρος στα συλλογικά όργανά του, στους καθημερινούς αγώνες του, αλλά και στις πολιτιστικές του δράσεις.
………………….
*Η πρωταγωνίστρια του γνωστού αμερικανικού κόμικ Wonder Woman ορίστηκε επίτιμη πρέσβειρα των Ηνωμένων Εθνών (2016) σε τελετή όπου ήταν παρούσα η ηθοποιός Λίντα Κάρτερ, η οποία την ενσάρκωσε στην τηλεόραση αλλά και η Νταϊάν Νέλσον, πρόεδρος του DC Entertainment που κατέχει τα δικαιώματα του κόμικ. Η αναπληρώτρια σε θέματα επικοινωνίας Κριστίνα Γκάλας χαιρέτισε «τη δέσμευση της Wonder Woman στη μάχη υπέρ της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ισότητας». Η συγκεκριμένη εκστρατεία συμπίπτει χρονικά με την 75η επέτειο της πρώτης εμφάνισης της Wonder Woman σε ένα «βιβλίο κόμικ», κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με μια ταινία παραγωγής της Warner Bros που αναμένεται να κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά.